Από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν στοιχεία, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα). Οι σημαντικές προκλήσεις που προκύπτουν από αυτό το φαινόμενο είναι πολυάριθμες και η διαΝΕΟσις έχει ήδη αρχίσει να τις επισημαίνει στον δημόσιο διάλογο. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας, αποφασίσαμε να επικεντρώσουμε σε έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το δημογραφικό πρόβλημα: Τη γονιμότητα.
Ομάδα ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή Ερευνών του ΕΚΚΕ Διονύση Μπαλούρδο, μελέτησαν για λογαριασμό της διαΝΕΟσις τα διαθέσιμα δεδομένα για τη γονιμότητα στην Ελλάδα, κατέγραψαν την κατάσταση και στον υπόλοιπο κόσμο, ανέλυσαν τα αίτια των φαινομένων που επικρατούν και τις οικογενειακές πολιτικές που ακολουθούν χώρες που κατόρθωσαν να τα διαχειριστούν καλύτερα από άλλες, και κατέληξαν σε μια μελέτη η οποία, εκτός από τη χαρτογράφηση του προβλήματος, περιγράφει και προτάσεις πολιτικής για την αντιμετώπισή του.
Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα βασικά στοιχεία του θέματος της χαμηλής γονιμότητας στην Ελλάδα και αλλού, την εικόνα της σημερινής κατάστασης καθώς και τρόπους αντιμετώπισής του.
1. Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια.
Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας.
Το αποτέλεσμα;
Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.
Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούριο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του ’90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας. Σχεδόν παντού οι γυναίκες άρχισαν να αναβάλλουν για αργότερα τις γεννήσεις των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γονιμότητα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο 1998-1999 να πέσει στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα -και σε κάποιες χώρες ακόμα και κάτω από το επονομαζόμενο "όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας", που είναι τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία καμία χώρα της Ε.Ε. δεν είχε γονιμότητα πάνω από 2 παιδιά ανά γυναίκα. Αυτό ίσχυε ακόμα και σε χώρες όπως η Ιρλανδία, όπου μόλις την προηγούμενη δεκαετία η γονιμότητα ξεπερνούσε τα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα.
Όριο αναπαραγωγής γενεών | 2,1 παιδιά ανά γυναίκα -ο πληθυσμός παραμένει σταθερός. |
Όριο πολύ χαμηλής γονιμότητας | 1,5 παιδιά ανά γυναίκα -ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό σε σχεδόν 65 χρόνια. |
Όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας | 1,3 παιδιά ανά γυναίκα -ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό σε σχεδόν 44 χρόνια. |
*Tα όρια του δείκτη γονιμότητας και οι επιπτώσεις τους στον πληθυσμό, αν θεωρηθεί ότι το προσδόκιμο ζωής και η μετανάστευση παραμένουν σταθερά
Καθώς οι συνθήκες ζωής σε αυτές τις κοινωνίες άλλαζαν, μεταβάλλονταν και οι κοινωνικές δομές τους. Η ηλικία αποχώρησης των παιδιών από το πατρικό σπίτι ολοένα μετατοπιζόταν. Τα παιδιά σπούδαζαν για περισσότερα χρόνια. Το πώς και το πότε τα ζευγάρια αποφάσιζαν να συζήσουν, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, άλλαζε επίσης. Το ίδιο και ο αριθμός των παιδιών που αποφάσιζαν να κάνουν. Το μοντέλο των οικογενειών με δύο εργαζομένους και διπλά εισοδήματα επίσης άλλαξε τις οικονομικές δυνατότητες των ζευγαριών και βοήθησε στη χειραφέτηση των γυναικών με πολλές ευεργετικές συνέπειες στις προηγμένες οικονομίες.
Τα φαινόμενα αυτά όμως δεν επηρέασαν όλα τη γονιμότητα στους ευρωπαϊκούς λαούς με τους τρόπους που πολλοί νομίζουν. Για παράδειγμα, η εντύπωση πως όταν η οικονομική κατάσταση είναι κακή η γονιμότητα μειώνεται και το αντίστροφο, δεν ισχύει ακριβώς. Η πρόσφατη έχει αποδείξει πως ακόμα και όταν οι οικονομίες ευημερούν, είναι πιθανό η γονιμότητα να πέφτει. Αν είναι κάτι που γίνεται σαφές από την εξονυχιστική ανάλυση του φαινομένου στην έρευνα της διαΝΕΟσις, είναι το ότι το θέμα της γονιμότητας (αλλά και το δημογραφικό εν γένει) είναι ένα θέμα εξαιρετικά πολύπλοκο.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το θέμα του γάμου. Πλέον στις οικονομικά πιο ευκατάστατες χώρες της Ευρώπης λιγότερο από το 25% των γυναικών ηλικίας 26 ετών είναι παντρεμένες -το 1990 το ποσοστό ήταν 50%. Παρ’ όλα αυτά αυτό το φαινόμενο επηρέασε ελάχιστα τη γονιμότητα. Σε κάποιες χώρες όπως η Γαλλία, μάλιστα, η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου -απλά αυξήθηκαν οι εκτός γάμου γεννήσεις. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).
Είναι αλήθεια πως αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο ζωής των πολιτών σε ολόκληρη την ήπειρό μας είναι πολλές και πολύ μεγάλες. Πλέον 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ε.Ε. είναι ενήλικες που ζουν μόνοι τους. Το 20% των ανδρών ηλικίας άνω των 55 που έχουν χωρίσει στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έρευνα, "επενδύουν σε επόμενο κύκλο γάμου και αποκτούν και παιδί". Το 2008 ένα 58,4% των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του. Το 2017 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 66,7%. Κι αυτό εξηγείται μόνο εν μέρει από την οικονομική κρίση και την ανεργία: σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους.
Το φαινόμενο που συνθέτουν αυτές οι σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια διάστασή του έχει χαρακτηριστεί από τους επιστήμονες ως "δεύτερη δημογραφική μετάβαση" και συνδέεται με όλες τις σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτισμικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον κόσμο μας τις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτές τις αλλαγές δεδομένες -και μη αναστρέψιμες-, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι στη "δεύτερη δημογραφική μετάβαση" και οι κυμάνσεις της γονιμότητας κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών (το "2,1 παιδιά ανά γυναίκα", δηλαδή) πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Η έρευνα καταγράφει αναλυτικά τους μηχανισμούς με τους οποίους, σύμφωνα με τις σύγχρονες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, αυτές οι κοινωνικές αλλαγές επηρεάζουν τον δείκτη γονιμότητας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, ένα κρίσιμο όριο. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, "καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό". Οι ίδιες κοινωνικές αλλαγές που είχαν τα ίδια αποτελέσματα και στις άλλες κοινωνίες, και επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, επηρέασαν δραματικά τις γεννήσεις στη χώρα μας. Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν.
Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων πλέον φτάνει τα 44 έτη (από 39 το 2000 και 30 το 1960). To 1999 o δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας έφτασε στο ναδίρ του 1,23, κάτω δηλαδή από το όριο της "ακραία χαμηλής γονιμότητας". Έκτοτε υπήρξε μια μικρή αύξηση (το επονομαζόμενο "rebound" ή "catching-up effect" που συνήθως ακολουθεί μεγάλες πτώσεις της γονιμότητας) αλλά ο δείκτης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2016 ήταν στο 1,38.
Πλέον οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.
Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%. Είπαμε, όμως, ότι το θέμα της γονιμότητας δεν είναι τόσο απλό. Στην Αγγλία και την Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των γυναικών που δεν κάνουν κανένα παιδί είναι υψηλότερο από της Ελλάδας: περίπου 20% και στις δύο χώρες. Ο δείκτης γονιμότητας στις δύο χώρες όμως είναι πολύ διαφορετικός: 1,8 στην Αγγλία, και 1,53 στην Αυστρία. Ο λόγος είναι το μέγεθος των οικογενειών -στην Αγγλία είναι πολύ περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, ενώ στην Αυστρία είναι πιο κοινές οι οικογένειες που έχουν ένα. Και οι δύο χώρες, πάντως, είναι σε καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα.
Είναι αυτή η κατάσταση μη-αναστρέψιμη; Όχι απαραίτητα. Αν και η "δεύτερη δημογραφική μετάβαση" προβλέπει χαμηλή γονιμότητα για χώρες σαν τη δική μας, παρ' όλα αυτά κάποιες τα πάνε πολύ καλύτερα από άλλες. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν πολύ υγιέστερους δείκτες γονιμότητας και, παρ' όλο που καμία δεν φτάνει το "2,1 παιδιά ανά γυναίκα", μερικές το προσεγγίζουν, και έτσι κοιτάζουν το δημογραφικό μέλλον τους με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η δική μας χώρα πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους.
Βεβαίως, ο πληθυσμός μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από τη γονιμότητα. Για παράδειγμα, πολλές προηγμένες χώρες προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της χαμηλής γονιμότητας ενθαρρύνοντας τη μετανάστευση ή και προσελκύοντας μετανάστες ενεργητικά. Αλλά σχεδόν όλες οι χώρες υλοποιούν και προγράμματα πολιτικής για να σταθεροποιήσουν ή και να αυξήσουν τον δείκτη γονιμότητας. Οι ερευνητές μελέτησαν κάποια από αυτά τα προγράμματα, και σχεδίασαν και μια σειρά από πολιτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη δική μας χώρα, ώστε να αυξηθεί σημαντικά ο δείκτης γονιμότητας στο κοντινό μέλλον.
2.Όπως αναλύεται διεξοδικά στην έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
1) Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
2) Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
3) Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.
Στις επιτυχημένες περιπτώσεις οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στην κάθε κοινωνία και δεν προσπαθούν να τις αντιστρέψουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς μέρος του δημόσιου διαλόγου για το θέμα της γονιμότητας διεθνώς τείνει να δίνει έμφαση στην επιστροφή παρωχημένων οικογενειακών και κοινωνικών προτύπων, μια επιστροφή που για τις σύγχρονες κοινωνίες εκτός από ανεπιθύμητη είναι πιθανότατα και ανέφικτη.
Στη Σουηδία, για παράδειγμα, "η οικογενειακή πολιτική ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης", γράφουν οι ερευνητές, "αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων". Το σύστημα εκεί -εδώ και δεκαετίες μάλιστα- δεν προσπαθεί να ενθαρρύνει τις οικογένειες να κάνουν παιδιά per se, αλλά προσπαθεί αντίθετα να τους προσφέρει την σωστά σχεδιασμένη στήριξη και πρόσβαση σε υποδομές ώστε να έχουν οι γονείς την ευχέρεια να επιλέξουν πότε θα κάνουν παιδιά, και πόσα. Σε όλες τις Σκανδιναβικές χώρες θεωρείται αυτονόητο ότι και οι δύο γονείς εργάζονται και αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών τους από κοινού, ενώ όλα τα παιδιά δικαιούνται υψηλής ποιότητας φροντίδα και εκπαίδευση από πολύ πρώιμη ηλικία. Στη Σουηδία, μάλιστα, υπάρχει αμειβόμενη γονική άδεια για τους πατέρες από το 1974. Αυτή η προσέγγιση έχει αποτέλεσμα: ο δείκτης γονιμότητας το 2016 στη χώρα ήταν 1,85 παιδιά ανά γυναίκα.
Ένα άλλο παράδειγμα από τη Γαλλία είναι το εξαιρετικά επιτυχημένο μέτρο της χορήγησης ευέλικτης άδειας για τους γονείς (μητέρα ή/και πατέρα), η οποία μπορεί να είναι από μερικής απασχόλησης για μικρό διάστημα μέχρι και πλήρης τριετής άδεια, με τον εργοδότη να μην πληρώνει τίποτε, και το κράτος να χορηγεί ένα επίδομα (35% του κατώτατου μισθού γι’ αυτούς που επιλέγουν τριετή άδεια -περίπου 350 ευρώ το μήνα). Κάθε χρόνο πάνω από μισό εκατομμύριο γονείς στη Γαλλία επιλέγουν αυτή την άδεια. Αυτή και άλλες πολιτικές στήριξης της οικογένειας, από αποκεντρωμένες προνοιακές δομές μέχρι υποδομές μέριμνας για παιδιά εργαζομένων, που περιγράφονται αναλυτικά στην έρευνα, έχουν ως αποτέλεσμα ο δείκτης γονιμότητας για τη Γαλλία το 2016 να βρίσκεται στο εντυπωσιακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα 1,92.
Αντίθετα, στη Γερμανία και την Αυστρία τα αποτελέσματα μέχρι πρόσφατα αποδεικνύονταν πενιχρά, μολονότι οι δαπάνες για οικογενειακή πολιτική ήταν εκεί πάντα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Τα αίτια ήταν η στόχευση και ο σχεδιασμός των πολιτικών, που απευθύνονταν κυρίως σε πιο "παραδοσιακές" μορφές οικογένειας, την ώρα που και εκεί αυξάνονταν οι μονογονεϊκές οικογένειες και η γυναικεία απασχόληση. Και στις δύο χώρες ο δείκτης γονιμότητας παρέμεινε σχετικά χαμηλότερα, κοντά στο όριο της πολύ χαμηλής γονιμότητας (1,6 για τη Γερμανία, 1,53 για την Αυστρία το 2016).
Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δε, το μίγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα, και ταυτόχρονα προσφέρει και περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας -και ειδικά στις μητέρες.
Διεθνώς, οι πολιτικές για τη στήριξη οικογένειας συνήθως έχουν έξι στόχους:
- Μείωση της φτώχειας και εισοδηματική υποστήριξη
- Άμεση αποζημίωση για το οικονομικό κόστος των παιδιών
- Προώθηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες
- Μεγαλύτερη ισότητα των φύλων
- Υποστήριξη ανάπτυξης για την πρώιμη παιδική ηλικία
- Αύξηση της γεννητικότητας
Γενικά, τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής πρέπει σε γενικές γραμμές να στοχεύουν στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας -όταν οι άμεσες ανάγκες μιας οικογένειας καλύπτονται, η ανησυχία για το μέλλον μειώνεται και η απόφαση τεκνοποίησης γίνεται ευκολότερη. Επιπλέον και στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται το υψηλό κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, ενώ πρέπει να στηρίζεται και η οικογενειακή ζωή, περιορίζοντας τις θυσίες στα επαγγελματικά και προσωπικά θέματα που καλούνται να κάνουν οι γονείς. Ο στόχος είναι τα ζευγάρια -και μάλιστα ειδικά τα νέα ζευγάρια- που επιθυμούν να κάνουν παιδί να μπορούν να πάρουν την απόφαση νωρίτερα ώστε να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο, αν θέλουν, να κάνουν και δεύτερο ή και τρίτο στο μέλλον.
Στη δική μας χώρα, συγκεκριμένα, η έρευνα υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί η έλλειψη προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης παιδιών, να αναπροσαρμοστούν τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων και οι μικρές γονικές άδειες με χαμηλά επιδόματα και να καταργηθούν πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οδηγώντας τις Ελληνίδες στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση με τη μητρότητα.
Οι συνέπειες της σημερινής κατάστασης είναι οφθαλμοφανείς και στα στοιχεία. Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις Ιταλίδες. Το 2017, το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, ένα ποσοστό που μοιάζει υψηλό, αλλά βεβαίως υπολείπεται δραματικά του 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.
Αλλά ποια οικογενειακή πολιτική έχουμε σήμερα στην Ελλάδα;
Στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.
Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Άλλες παροχές περιλαμβάνουν την απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (ή την απαλλαγή από το μισό τέλος για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κυβικών εκατοστών, μολονότι τα περισσότερα επταθέσια οχήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία -και πληρώνουν και φόρο πολυτελείας), μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ, το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ (με εισοδηματικά κριτήρια) και μοριοδότηση για διορισμό στο Δημόσιο.
Όπως έχουμε αναφέρει και στην έρευνά μας για την προσχολική αγωγή, περίπου 140.000 παιδιά βρίσκουν θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κάθε χρόνο χάρη σε ένα πρόγραμμα ύψους 175 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Δεκάδες χιλιάδες άλλα μικρά παιδιά παραμένουν εκτός δομών προσχολικής αγωγής, πράγμα που δεν έχει επιπτώσεις μόνο στις οικογένειές τους αλλά, όπως είδαμε και από την έρευνα της διαΝΕΟσις για την προσχολική αγωγή, και στη μελλοντική τους εξέλιξη. Και η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω και από άλλες χώρες σε αυτό το θέμα.
To 2002 οι επικεφαλής των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε. συμφώνησαν στη Βαρκελώνη να πετύχουν συγκεκριμένους στόχους για τη φύλαξη και την εκπαίδευση των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Μεταξύ άλλων, οι "στόχοι της Βαρκελώνης" περιλαμβάνουν το ότι το 90% των παιδιών ηλικίας από 3 μέχρι 5 θα βρίσκουν θέση σε παιδικούς σταθμούς κάθε χρόνο, και ότι το ίδιο θα συμβαίνει και με το 33% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών. Η Ελλάδα υπολείπεται πάρα πολύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών και του μέσου όρου και στα δύο -τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται στο 55,6% και το 8,9% αντίστοιχα (2016).
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπ’ όψιν, οι ερευνητές καταλήγουν σε μια δέσμη προτάσεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, την καθιέρωση ενός πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί) και την ενίσχυση επιδομάτων τοκετού. Ενθαρρύνονται τόσο η ένταξη της μητέρας στην αγορά εργασίας και η παραμονή της σε αυτήν, όσο και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών. Προτείνεται ακόμα η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών σταθμών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών (που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών), αλλά και η εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά).
Προτείνεται, εξάλλου, η δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.
Πηγή: διαΝΕΟσις, Τράπεζα Ιδεών