Ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, ὁ μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ ἱδρυτὴς τῶν πρώτων ἐκκλησιῶν τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ πρὸς αὐτόν, τὸν «πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα», τὴν κολοσσιαία αὐτὴ φυσιογνωμία τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ ἀκτινοβολεῖ λαμπρὰ τὸ φῶς τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ φωτίζει τοὺς αἰῶνες, στρέφονται σήμερα μὲ εὐγνωμοσύνη οἱ καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων.
Ἄρρηκτοι δεσμοὶ συνδέουν Παῦλο μὲ τὴν χριστιανικὴ Ἑλλάδα. Εἶνε ὁ πρῶτος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐπισκέφθηκε τὴν πατρίδα μας. Περιώδευσε τὶς πόλεις της, πότισε τὰ ἐδάφη της μὲ τοὺς ἱδρῶτες τῶν ἀποστολικῶν του κόπων. Καὶ ἀξιώθηκε, μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κέντρο τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, τὴν Ἀθήνα, νὰ δώσῃ τὴ μεγάλη, τὴν ἱστορικὴ ἰδεολογικὴ μάχη κατὰ τῆς συνασπισμένης φιλοσοφίας, νὰ νικήσῃ καὶ νὰ στήσῃ ἐκεῖ τὴ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὁ ποταμὸς κοντὰ στοὺς Φιλίππους, αὐτὸς ὁ Ἰορδάνης τῆς Εὐρώπης ὅπως τὸν χαρακτήρισαν, ὅπου βαπτίσθηκαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ τῆς ἠπείρου μας, τὰ ἱστορικὰ τείχη τῆς Θεσσαλονίκης, τὰ δρομάκια τῆς Βεροίας, οἱ βράχοι τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ ἰσθμὸς τῆς Κορίνθου, οἱ ἀκτὲς τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὰ βουνά, οἱ θάλασσες καὶ τὰ πελάγη μας ἀντηχοῦν ἀκόμη ἀπὸ τὰ ῥήματά του, ποὺ ἔσεισαν τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο καὶ φύτεψαν στὴν Εὐρώπῃ τὶς πρῶτες χριστιανικὲς ἐκκλησίες.
Ἔτσι, ἔχοντας ὁ Παῦλος τὴν πατρίδα μας ὡς πεδίο ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἔκανε τὸ νομα τῆς Ἑλλάδος ἀκόμη λαμπρότερο σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅπου κυκλοφορεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη –καὶ κυκλοφορεῖ σήμερα σὲ χίλιες καὶ πλέον γλῶσσες καὶ διαλέκτους– τὰ ὀνόματα τῶν Φιλίππων, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Βεροίας, τῆς Κορίνθου, τῆς Ἐφέσου, τῆς Νικοπόλεως εἶνε γνωστὰ - πασίγνωστα· τὰ ξέρουν καὶ τὰ παιδιὰ τῶν κατηχητικῶν σχολείων, τὰ ξέρουν ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Πλῆθος Χριστιανοὶ ζητοῦν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰ μέρη ὅπου πρωτοαντήχησε ἡ φωνὴ τοῦ πρωταθλητοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴ Βέροια εἶδα στρατιῶτες ἀπὸ διάφορες χῶρες τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς, περ νώντας ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ αὐτὴ πόλι, νὰ κα τεβαίνουν ἀπὸ τὰ στρατιωτικὰ αὐτοκίνητά τους καὶ ν᾽ ἀναζητοῦν, ποῦ εἶνε τὸ βῆμα ἀπ᾽ ὅπου κήρυξε ὁ μεγάλος ἀπόστολος.
* * *
Ἀλλὰ ὁ Παῦλος, ποὺ πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια μίλησε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα, ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ ὁμιλῇ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς νεώτερους Ἕλληνες. Μᾶς ὁμιλεῖ γραπτῶς, διὰ τῶν ἐπιστολῶν του, καὶ ἰδιαιτέρως ἐκείνων ποὺ ἀπευθύνονται στὶς ἑλληνικὲς πόλεις. Μᾶς ὁμιλεῖ μὲ ἀγάπη καὶ τρυφερότητα πατρικῆς καρδιᾶς. Εἶνε ἡ ἴδια καρδιὰ ποὺ ἔγραφε στοὺς προγόνους μας· «Τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγε πρὸς ὑμᾶς, Κορίνθιοι, ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται· οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν,… πλατύνθητε καὶ ὑμεῖς» (Β΄ Κορ. 6, 11-13) · σᾶς μιλῶ μὲ θάρρος καὶ πλατειὰ καρδιά, ἀνοῖξτε κ᾽ ἐσεῖς τὶς καρδιές σας. Μέσα στὴν πλατειὰ καρδιὰ τοῦ Παύλου βρίσκουν θέσι ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως ἀπευθύνει τὸ μήνυμα· Ἕλληνες, πιστέψτε στὸν Κύριο ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σας. Πιστέψτε ἀκράδαντα. Μετανοῆστε εἰλικρινὰ γιὰ τὴν ἀποστασία σας. Τότε μόνο θὰ σωθῆτε «ἐκ τῆς ὀργῆς τῆς ἐρχομένης» (Α΄ Θεσ. 1,10).
Γιὰ ὅλους μαζὶ τοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν καθένα ἰδιαιτέρως κάτι μεγάλο, σοφὸ καὶ σωτήριο ἔχει νὰ πῇ καὶ σήμερα ὁ Παῦλος, ὁ κοινός μας διδάσκαλος, παιδαγωγὸς καὶ πατέρας. Ὤ ἐὰν θὰ θέλαμε ν᾽ ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας ὅλοι ν᾽ ἀκούσουμε καὶ νὰ δεχτοῦμε τὴ φωνή του, πόσο θὰ εἴχαμε νὰ ὠφεληθοῦμε! Νά λοιπόν· ὁ μεγάλος ἀπόστολος μᾶς ἐπισκέπτεται νοερὰ καὶ ἀπευθύνει στὸν καθένα μας τὶς συμβουλές του, τὰ σωτήρια φάρμακά του.
Διὰ τῶν ἐπιστολῶν του εἰσέρχεται κατ᾽ ἀρχὴν στὸ ἄδυτο τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας καὶ παραγγέλλει. Στοὺς ἄντρες· «Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν». Στὶς γυναῖκες· «Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ». Στοὺς γονεῖς· «Οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ᾿ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Καὶ στὰ παιδιά· «Ὑπακούετε τοῖς γονεῦ σιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ. 5, 25,22· 6,4,1).
Στοὺς πλουσίους, ποὺ μέσα σ᾽ ἕνα λαὸ ποὺ δυστυχεῖ ἔχουν τὴ μανία νὰ θησαυρίζουν, ὁ Παῦλος ἐπισείει καὶ τώρα τοὺς τρομεροὺς κινδύνους τῆς μαμωνολατρίας· «῾Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία… Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀ δηλότητι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι,… ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς» (Α΄ Τιμ. 6,10,17-18)· πὲς στοὺς πλουσίους νὰ μὴ στηρίζωνται στὰ πλούτη τους, ἀλλὰ νὰ ἐλεοῦν τοὺς φτωχούς. Γιὰ ἐκείνους ποὺ σὰν κηφῆνες τρῶνε τὸ μέλι τῆς κοινωνικῆς κυψέλης ζώντας εἰς βάρος τοῦ συνόλου ὁ Παῦλος ἐκσφενδονίζει τὸ θεμελιῶδες ἐκεῖνο «Εἴτις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσ. 3,10).
Στοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀθέους ἐπιστήμονες, ποὺ καυχῶνται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀκάρπων γνώσεών τους, ὁ μεγάλος ἀπόστολος τονίζει, ὅτι πάνω ἀπὸ τὴ γνῶσι, ἡ ὁποία «φυσιοῖ», φουσκώνει ἐγωιστικὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ «οἰκοδομεῖ» (Α΄ Κορ. 8,2), καὶ ψάλλει τὸν ὑπέροχο ἐκεῖνον ὕμνο τῆς ἀγάπης (βλ. Α΄ Κορ. 13,1-13). Ἡ περικοπὴ αὐτὴ θὰ ἔπρεπε νὰ χαραχθῇ μὲ χρυσᾶ γράμματα σὲ μαρμάρινες πλάκες καὶ νὰ ἐντειχισθῇ στὰ σχολεῖα καὶ τὰ πανεπιστήμιά μας. Λείπουν πλέον αἰσθητὰ ἐπιστήμονες ποὺ νὰ θυσιάζωνται στὴν ὑπηρεσία τῆς κοινωνίας.
Στὰ στρατευμένα παιδιὰ τῆς πατρίδος, ποὺ φρουροῦν τὰ ἐδάφη της, ὁ Παῦλος θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλάβῃ ὅ,τι εἶπε πάνω στὸν Ἄρειο πάγο, ὅτι δηλαδὴ τὰ ὅρια τῶν ἐθνῶν –ἑπομένως καὶ τὰ ὅρια τῆς μικρῆς μας χώρας– τὰ ὁρίζει ὄχι ἡ αὐθαιρεσία τῶν τυράννων καὶ ἡ ἰδιοτροπία τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ἀλλὰ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατὰ τὸ σοφό του σχέδιο «ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁ ροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. 17,26).
Στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ ὁ Παῦλος στρέφεται καὶ μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ τοὺς ἀπευθύνει τὸ μεγαλύτερο κήρυγμα, τὸ κήρυγμα τῆς ἀναστάσεως· Ἀπροστάτευτα πλάσματα, οἱ πατέρες σας, οἱ σύζυγοί σας, οἱ ἀδελφοὶ καὶ τὰ παιδιά σας δὲν πέθαναν· κοιμήθηκαν. Μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν. Μὴ λυπᾶστε λοιπὸν κ᾽ ἐσεῖς «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐ τῷ… Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις» (Α΄ Θεσσ. 4,13-18).
Σ᾽ ἐκείνους πάλι τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἀναίσθητοι συνεχίζουν νὰ ἀκολασταίνουν, νὰ πλεονεκτοῦν, νὰ βάφουν τὰ χέρια τους σὲ ἀδελφικὸ αἷμα καὶ σὰν δαίμονες τῆς κολάσεως νὰ στήνουν μακάβριο χορὸ γύρω ἀπὸ τὰ θύματά τους, ὁ Παῦλος ὑπενθυμίζει τὴν ἀναπόφευκτη ὀργὴ τοῦ Κυρίου· «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6,9-10).
Τέλος στοὺς συνειδητοὺς Χριστιανούς, ποὺ ζοῦν τὴ ζωὴ τῆς πίστεως καὶ μὲ λόγια καὶ ἔργα κάνουν καθημερινὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παῦλος ἐπαναλαμβάνει τὸ παράγγελμά του· «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε», «ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι, τέκνα Θεοῦ ἀμώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης, ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Ἐφ. 5,8. Φιλιπ. 2,15).
* * *
Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ πατρικὴ καὶ μεγαλειώδης φωνὴ τοῦ Παύλου πρὸς τὴν σύγχρονη Ἑλλάδα.
Ὦ Κύριε! Ἐσύ, ποὺ κοντὰ στὸν ποταμὸ τῶν Φιλίππων «ἄνοιξες τὴν καρδιὰ» τῆς πρώτης Ἑλληνίδος γυναίκας, τῆς Λυδίας, «προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου» (Πράξ. 16,14), ἄνοιξε σὲ παρακαλοῦμε καὶ τὶς καρδιὲς τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, τὶς καρδιὲς ὅλων μας, γιὰ νὰ προσέχουμε σὲ ὅσα διὰ τῶν θεοπνεύστων ἐπιστολῶν του ἐξακολουθεῖ νὰ διδάσκῃ ἐμᾶς ὁ μεγάλος σου ἀπόστολος, αὐτὸς ποὺ τόσο ἀγάπησε τὴν πατρίδα μας καὶ τόσο ἀγαπήθηκε ἀπὸ αὐτήν. Οὐράνιε Πατέρα, κάνε ὥστε ἡ φωνὴ τοῦ Παύ λου ν᾿ ἀντιλαλήσῃ, νὰ εἰσδύσῃ καὶ πάλι βαθειὰ μέσα στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ὥστε ἡ Ἑλλάδα, μέσα στὸ σημερινὸ κόσμο ποὺ παραπαίει, ν᾽ ἀναδειχθῇ, «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν» (Α΄ Πέτρ. 2,9), ποὺ θ᾽ ἀκτινοβολῇ τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μέχρις ἐσχάτου γῆς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αυγουστίνος
Πηγή: (Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν καθαρεύουσα στὸ περιοδικὸ «Ἀπολύτρωσις» Θεσσαλονίκης (τ. 30/Ἰούνιος 1948), περιελήφθη στὸ βιβλίο Ἐθνικαὶ ἐπέτειοι (Ἀθῆναι 1970, σσ. 15-19), καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» (τ. 148/Ἰούνιος 1973, σσ. 90-91). Μεταγλώττισις καὶ ἐλαχίστη σύντμησις 3-5-2015)