Ήρθε στο γραφείο μου και με βρήκε την ώρα που διόρθωνα πτυχιακές εργασίες. «Να περάσω δάσκαλε;» με ρώτησε δειλά, έχοντας, ωστόσο, τη σιγουριά πως η πόρτα μου ήταν ορθάνοιχτη για αυτόν, αφού ήξερε πως ήταν ένας από τους καλύτερους και αγαπημένους μου φοιτητές. «Θα πιεις καφέ να σου παραγγείλω;» τον ρώτησα. «’Εγώ θα πιω έναν δεύτερο ακόμα» τον διαβεβαίωσα. «Όχι, ευχαριστώ, για άλλο ήρθα» μου απάντησε. «Ήρθα να σε αποχαιρετήσω». Κοντοστάθηκα για να σκεφτώ γιατί ο αποχαιρετισμός.
Να μην πολυλογώ. Ο Βασίλης στο παρελθόν ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής μου και ήρθε να με αποχαιρετήσει γιατί βρήκε δουλειά στη Δανία, ως σύμβουλος εκπαίδευσης και απασχόλησης, σε μια δομή δια βίου μάθησης για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. «…Το πάλεψα όσο δεν πήγαινε... αλλά να ζω με τους γονείς μου στα 28... δεν λέει. Άσε που, παντού πόρτες κλειστές και ο βασικός μισθός γύρω στο πεντακοσάρικο. Δεν φτάνει ούτε για ...τσιγάρα».
Κυριολεκτικά με αποστόμωσε. Κι αυτό όχι γιατί δεν έχω ιδέα για αυτό που περνάει ο τόπος και κυρίως οι νέοι άνθρωποι. Ή για το περίφημο brain drain, το brain waste, τους Νeets (Νέοι εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης) και τόσους άλλους νεολογισμούς και ποσοτικούς δείκτες που είτε τους καταγράφουμε, είτε επιχειρούμε κοινωνιολογικά ή πολιτικά την ανάλυση και την ερμηνεία τους.
Ωστόσο, είναι διαφορετικό να μιλάς θεωρητικά για τη δικτατορία των αριθμών και για σχέδια πολιτικής επί χάρτου, και εντελώς διαφορετικό να βιώνεις άμεσα το αδιέξοδο των διπλανών σου, που είτε ψάχνουν δουλειά, είτε υποαπασχολούνται, είτε κακοπληρώνονται, είτε αναγκάζονται να στερηθούν την πατρίδα και τους δικούς τους ανθρώπους. Είναι σαφές πως απέναντι στο ατομικό πρόβλημα ενδέχεται να βλέπεις έστω και με μια σχετική ανακούφιση την πρόσκαιρη λύση που κάποιος δικός σου βρίσκει.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει, βυθίζοντάς μας ακόμα πιο βαθιά. Υπολογίζεται πως την περίοδο 2008-16 πάνω από 400.000 Έλληνες, κυρίως υπέρ-εκπαιδευμένοι νέοι, πήραν το δρόμο του εξωτερικού, προσφέροντας την εργατική τους δύναμη (χειρωνακτική και διανοητική) στο ΑΕΠ μιας άλλης χώρας. Και δυστυχώς, η προσφορά αυτή αποτελεί το παράγωγο μιας τεράστιας (ελληνικής) επένδυσης. Αυτή κατά κανόνα προέρχεται από το δημόσιο εκπαιδευτικό μας σύστημα όσο και από το υστέρημα των ιδιωτικών οικογενειακών προϋπολογισμών. Η επένδυση αυτή δεν επιστρέφει ποτέ, ως ανατροφοδότηση, στον τόπο μας που τόσο την έχει ανάγκη.
Εθνική αιμορραγία
Είναι ευνόητο πως το ζήτημα δεν έγκειται στην ατομική περίπτωση του καθενός που ενδεχομένως αναζητά την επαγγελματική του προοπτική στο εξωτερικό. Το πρόβλημα μετατρέπεται σε κοινωνικό, λαμβάνοντας ουσιαστικά διαστάσεις "εθνικής αιμορραγίας", από τη στιγμή που για τους νέους μας η επιλογή του εξωτερικού εδραιώνεται ολοένα και περισσότερο σε μονοδιάστατη, καταναγκαστική και επιβεβλημένη διαδρομή.
Και αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, ή δεν επαναπροσδιορισθούν με ριζοσπαστικές τομές οι επαγγελματικές προοπτικές των νέων, σε συνδυασμό με το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα που η χώρα με βεβαιότητα θα αντιμετωπίσει, είναι ξεκάθαρο πως θα βρεθούμε στο άμεσο μέλλον σε απίστευτα δύσκολες παθογενείς καταστάσεις.
Ο Βασίλης, είναι ο κάθε Βασίλης που υπάρχει δίπλα μας, μένει στην πολυκατοικία μας. Πίνει τον καφέ του στο διπλανό τραπέζι, σπουδάζει και εργάζεται τα βράδια, είναι το delivery boy, ο πωλητής σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, o υπάλληλος του courier που μας χτυπάει την πόρτα, το παιδί που μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια, χτυπώντας επίμονα το κουδούνι της πολυκατοικίας, ο νεαρός που σερβίρει τον καφέ μας, ο απόφοιτος που ντρέπεται να ζητάει χαρτζιλίκι από τους γονείς του…
Ο Βασίλης είμαστε εμείς, είναι ο νέος που έχουμε μέσα μας ως ενοχή και τόσα άλλα που δεν μπορώ να ιστορήσω... Το μόνο που κατάφερα, οριακά να του ευχηθώ, έστω και αμήχανα, ήταν: «Καλή τύχη παιδί μου». Και παραφράζοντας τον ποιητή πρόσθεσα: «Και μην ξεχνάς να θυμίζεις και στα άλλα, τα δικά μας παιδιά που θα συναντήσεις εκεί: “Μη παρακαλώ σας μη/ λησμονάτε τη χώρα σας!”».
Πηγή: slpress.gr