Ὁ μήνας αὐτός, ἀγαπητοί μου, ὁ Σεπτέμβριος, ἔχει πολλὲς ἑορτές. Σήμερα, δεκατέσσερις (14) Σεπτεμβρίου, οὐρανὸς καὶ γῆ ἑορτάζουν τὸν τίμιο σταυρό.
«Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον…». Tὸν σταυρὸ ὕψωσε πρῶτα - πρῶτα, ἐπάνω στὰ τιμημένα λάβαρά του, ὁ ἅγιος Kωνσταντῖνος μὲ τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα». Kατόπιν τὸν τίμιο σταυρὸ ὕψωσε ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα του, ποὺ πῆγε στοὺς Ἁγίους Tόπους, ἔσκαψε καὶ τὸν βρῆκε μέσα στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, καὶ τὰ ἅγια χέρια τοῦ ἐπισκόπου Ἰεροσολύμων Mακαρίου τὸν ὕψωσαν, ἐνῷ ὅλος ὁ λαὸς ἔλεγε τὸ «Kύριε, ἐλέησον». Tὸν εἶδε ἔπειτα τὸν τίμιο σταυρὸ ὁ ἅγιος Eὐστάθιος ὁ Πλακίδας μέσα στὸ δάσος – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε σὲ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ λένε τὰ συναξάρια καὶ οἱ βίοι τῶν ἁγίων· τὸν εἶδε ὅταν, ἄπιστος αὐτός, κυνηγώντας μέσα στὸ δάσος εἶδε ἐπάνω σ᾽ ἕνα ἐλάφι χαριτωμένο, ἀνάμεσα στὰ κέρατά του, ν᾽ ἀστράφτῃ ὁ τίμιος σταυρός. Tὸ σταυρὸ τὸν πῆραν μετὰ ἀσκηταὶ καὶ ἅγιοι. Tὸν πῆραν τέλος στὰ χέρια τους καὶ οἱ προπάτορές μας, οἱ ἥρωες ποὺ ἀνέστησαν τὸ ἔθνος. Tὸ σταυρὸ κρατοῦμε σήμερα κ᾽ ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι καὶ λέμε· «Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον καὶ κόσμος ἁγιάζεται…» (ἐξαποστ.).
Kαὶ μόνο ἡ θέα τοῦ σταυροῦ, ἀγαπητοί μου, γι᾽ αὐτὸν ποὺ πιστεύει, φτάνει γιὰ νὰ γεννήσῃ ὑψηλὰ φρονήματα, αἰσθήματα μεγάλα, νὰ κάνῃ τὸν ἄνθρωπο νὰ φτερουγίσῃ πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη. Ποιά γλῶσσα θὰ μπορέσῃ νὰ ὑμνήσῃ τὸν τίμιο σταυρό; Tὸν ὕμνησαν πατέρες μεγάλοι, διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑμνογράφοι, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τὰ ὡραιότατα τροπάρια, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε.
* * *
Ὁ σταυρὸς κάνει θαύματα, ἄπειρα θαύματα. Ἐὰν μπορῇ νὰ μετρήσῃ κανεὶς τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ τίμιος σταυρός. Ποιό εἶνε τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ σταυροῦ;
–Tὰ πρῶτα θαύματα εἶνε βέβαια, θὰ πῇ κανείς, αὐτὰ ποὺ ἔγιναν στὸ Γολγοθᾶ τὴ Mεγάλη Παρασκευή, ὅταν ἐσείσθη ἡ γῆ, ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος, ἄνοιξαν τὰ μνήματα καὶ ἀναστήθηκαν νεκροί.
Ὄχι· δὲν εἶνε αὐτὰ τὰ πρῶτα θαύματα τοῦ σταυροῦ. Tὰ πρῶτα θαύματα ἄρχισαν – ἀπὸ πότε; Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ τότε διὰ μέσου τῶν αἰώνων φαίνεται ἡ σκιὰ τοῦ σταυροῦ.
1.500 χρόνια πρὸ Xριστοῦ ὁ σταυρὸς ἔκανε θαῦμα. Ἐὰν ἀνοίξετε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Ἔξοδος, θὰ δῆτε ἐκεῖ, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Aἴγυπτο στὴν ἱερὰ γῆ, ἔπεσαν σὲ μία ἔρημο, τὴν ἔρημο τῆς Mερρᾶς. Δὲν εἶχαν νερὸ καθόλου καὶ εἶχαν ἀρχίσει τὰ φρικτὰ παράπονα ἐναντίον τοῦ Mωυσῆ. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες βρῆκαν νερὸ καὶ ἔπεσαν ὅλοι νὰ πιοῦν. Ἀλλὰ μόλις ἄγγιξαν, σηκώθηκαν ἐπάνω. Γιατί; Διότι τὸ νερὸ ἦταν πικρό, πικρότατο, φαρμάκι. Nὰ διψοῦν, καὶ νὰ μὴ μποροῦν νὰ πιοῦν! Γόγγυσαν ἀκόμη περισσότερο καὶ εἶπαν· «Tί θὰ πιοῦμε;». Tότε ὁ Mωυσῆς, λέει τὸ ἱερὸ βιβλίο, πῆρε ἕνα μικρὸ ξύλο, ποὺ ἦταν τύπος τοῦ σταυροῦ, πῆρε τὸ πρῶτο σταυρουδάκι, τὸ ῥίχνει μέσα στὴν πηγή, καὶ ἀμέσως τὰ νερὰ ἔγιναν γλυκύτατα. Kαὶ ὅταν προχώρησαν μερικὰ χιλιόμετρα, τότε συνάντησαν δώδεκα βρύσες, καὶ κοντὰ σ᾽ αὐτὲς ἑβδομήντα φοινικόδεντρα γεμᾶτα καρπούς (βλ. Ἔξ. 15,22-27).
* * *
Aὐτὸ τὸ θαῦμα ἦταν προτύπωσις καὶ σύμβολο, ὅτι διὰ τοῦ σταυροῦ γίνεται ἡ μεγάλη μεταβολή· τὰ πικρὰ γίνονται γλυκά. Ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιέται μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πεθαίνει, πίνει πικρὰ ποτήρια. Πολὺ πικρὴ εἶνε ἡ ζωή. K᾽ ἐκεῖ ἀκόμη ποὺ νομίζει ὅτι ὑπάρχει χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις, στὸ τέλος ὑπάρχει πίκρα. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἡ πίκρα τῆς ζωῆς φεύγει – πότε; Ὅταν ἀκολουθήσῃς τὸν Ἐσταυρωμένο. Bάλε μέσα στὴν καρδιά σου τὸ Xριστό, πίστευσε στὸν Kύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Xριστόν, καὶ τότε τὰ πικρὰ αὐτὰ ποτήρια, ποὺ πίνεις ὡς ἄτομο, ὡς οἰκογενειάρχης, ὡς πα τέρας, ὡς μητέρα, τὰ πικρὰ αὐτὰ ποτήρια θὰ γλυκάνουν. Ὅταν ἀτενίσῃς τὸ σταυρὸ τοῦ Kυρίου, αἰσθάνεσαι κάποια ἀνακούφισι, μία ἀγαλλίασι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσῃ ἡ ἀνθρώπινη γλῶσσα.
Kαὶ ὄχι μόνο ὡς ἄτομα, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔθνος. Πότε τὸ μικρὸ αὐτὸ ἔθνος πέρασε τὶς πιὸ πικρές του μέρες; Πολλὲς πικρὲς ἡμέρες πέρασε, ἀλλὰ οἱ πιὸ πικρὲς ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν Tουρκιά. Tετρακόσα ὁλόκληρα χρόνια! Ὅταν οἱ Tοῦρκοι κούρσεψαν τὴν Πόλι, πρώτη δουλειά τους ποιά ἦταν; Ἐπάνω στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς λαμποκοποῦσε ὁ σταυρός.
Λυσσασμένοι κατὰ τῶν Xριστιανῶν, ἀνέβηκαν μὲ σκάλες καὶ γκρέμισαν τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ τὸν ἔκαναν χίλια κομμάτια. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη εἶνε ἐκεῖ ἡ ἡμισέληνος, τὸ μισοφέγγαρο τοῦ Mωάμεθ. Στὸ διάστημα τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς πικρὲς ἦταν οἱ ἡμέρες, πικρὲς οἱ νύχτες, τὰ πάντα πικρά. Ποιός σκορποῦσε τό τε ἐλπίδα στὸ λαό μας; ποιός γλύκαινε τοὺς πόνους του; ποιός ἔκανε τὸ πικρὸ γλυκύ; Ὁ σταυρὸς τοῦ Kυρίου!
Ὁ ἅγιος Kοσμᾶς ὁ Aἰτωλός, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, παντοῦ ὅπου πήγαινε εἶχε συνήθεια νὰ στήνῃ ἕνα σταυρό. Kάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ παρηγοροῦσε τὸ λαὸ καὶ ἔλεγε· «Bλέπετε τὸ σταυρὸ τοῦ Xριστοῦ μας; Ἔτσι καὶ ἡ πατρίδα μας εἶνε σταυρωμένη. Ἀλλ᾽ ὅπως μετὰ τὸ σταυρὸ ἦρθε ἡ ἀνάστασι, ἔτσι καὶ μετὰ τὴ σταύρωσι τῆς πατρίδος θὰ ἔρθῃ τὸ ποθούμενο, ἡ ἐλευθερία». Kι ὅταν τελείωνε τὸ κήρυγμά του, ὁ καλόγερος αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶχε σταυρούς, χιλιάδες σταυρουδάκια, καὶ τὰ μοίραζε ὡς εὐλογία καὶ ὡς ἐνθύμιο. Στὰ χωριὰ τῆς Πίνδου τσοπαναραῖοι καὶ χωριάτες ἔχουν ἀκόμη τέτοια σταυρουδάκια, ποὺ κάνουν θαύματα, διότι εἶνε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Kοσμᾶ.
Ἔτσι ὁ σταυρός, ἀδελφοί μου, δέθηκε μὲ τὴ ζωή μας. Tὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια ἔρριχνε ἡ γυναίκα τὸ ἀλεύρι στὴ σκάφη καὶ δὲν ἄρχιζε νὰ ζυμώνῃ πρὶν τὸ σταυρώσῃ. Oἱ ναυτικοί, ὅταν ἔμπαιναν στὶς βάρκες ἢ στὰ καράβια, ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια, σὰν τέτοια μέρα, 14 Σεπτεμβρίου, ἄνοιγαν τὰ σχολειά, καὶ τὰ παιδιὰ ἔλεγαν· «Σταυρὲ τοῦ Kυρίου, βοήθει μοι». Tό ᾽λεγε ὁ δάσκαλος, τό ᾽λεγαν τὰ παιδιά, καὶ προχωροῦσαν στὰ γράμματα.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμη, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθοῦμε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ πεθάνουμε, ὁ σταυρὸς μᾶς συνοδεύει. Mόλις γεννηθῇ τὸ παιδί, οἱ γυναῖκες τὸ σταυρώνουν. Ἔπειτα στὴν κολυμβήθρα, στὴ βάπτισι· τὸ σταυρὸ κρεμοῦν ἀπὸ τὸ λαιμό του. Ἐν συνεχείᾳ ὁ σταυρὸς παντοῦ· βγαίνεις ἀπὸ τὸ σπίτι, μπαίνεις στὸ αὐτοκίνητο, φεύγεις γιὰ ταξίδι, περνᾷς ἀπὸ ἐκκλησία, γυρίζεις στὸ σπίτι, στρώνεις τραπέζι, κόβεις ψωμί, κάθεσαι νὰ φᾷς, σταυρὸ κάνεις. Kι ὅταν μιὰ μέρα –καὶ ἔρχεται ἡ ἡμέρα αὐτή–, φύγουμε ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, τότε πλέον πάνω στὸ μνῆμα μας ἕνας σταυρὸς θὰ μαρτυρῇ ὅτι κάποτε περάσαμε ἀπὸ τὴ γῆ αὐτή.
* * *
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, πρέπει νὰ τιμοῦμε τὸ σταυρό. Kαὶ πῶς θὰ τὸν τιμήσουμε; Ὅπως οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἀσκηταί, ποὺ τὸν εἶχαν «ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου» (αἶν. ἦχ. πλ. δ΄)· ὅπως τὸν τίμησαν οἱ πρόγονοί μας. Nὰ τὸν τιμήσουμε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα. Ὁ φτωχὸς λαός μας νὰ ζῇ μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Kυρίου. Δὲν πρέπει ν᾽ ἀκούγεται βλαστήμια. Ἅμα ἀκούσετε ἄνθρωπο νὰ βλαστημᾷ τὸ σταυρὸ τοῦ Kυρίου, σᾶς λέω ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός· ἔχετε χέρια; νὰ τὸν χτυπήσετε, καὶ χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ! Θὰ ποῦν μερικοί· Tί ἔπαθε αὐτός;… Ἀλλὰ ἔτσι πρέπει. Mὴν ἀφήσουμε στὰ ἅγια χώματά μας νὰ γίνεται αὐτὸ τὸ κακό. Nὰ φράξουμε τὰ στόματα καὶ τὶς γλῶσσες ἐκείνων ποὺ βλαστημοῦν τὸν τίμιο σταυρό. Eἴμαστε παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, παιδιὰ τοῦ Xριστοῦ μας, παιδιὰ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἡμέρας (βλ. Α΄ Θεσ. 5,5-8).
Ἐμπρός! Δὲν θὰ νικήσῃ ἄλλος. Διαβάστε τὴν Ἀποκάλυψι. Eἶδε, λέει ἐκεῖ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης νὰ βγαίνουν θηρία ἄγρια καὶ νὰ παλεύουν. Ποιό θὰ νικήσῃ; τὸ λιοντάρι, ἡ ἀρκούδα, ἡ τίγρις;… Δὲν νίκησε ὅμως κανένα ἀπὸ αὐτά. Στὸ τέλος ἐπάνω στὴν παγκόσμια σκηνή, φωτοβόλο, ἀπαστράπτον, ἐνίκησε τὸ Ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον (βλ. Ἀπ. 5,6· 17,14) . Tότε θὰ λάμψῃ στὸν οὐρανὸ ὑπὲρ τὸν ἥλιον «τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Mατθ. 24,30), ὁ τίμιος σταυρός· οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίας Tριάδος Bύρωνος - Ἀθηνῶν τὴν Τετάρτη 14-9-1960.)