«Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Πῶς ἀρχίζει; «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Ἔχει σημασία ἡ ἀρχὴ αὐτή. Σημαίνει, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε παραμύθι, ἀλλὰ μιὰ πραγματικότης. Σημαίνει, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἱστορεῖ τὸ Εὐαγγέλιο συνέβη σὲ ὡρισμένο χρόνο.
Καὶ τὸ γεγονός, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα, συνέβη σὲ κάποιο χρόνο. Σὲ ποιό χρόνο; «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»· ὅταν αὐτοκράτωρ στὴ Ῥώμη ἦταν ὁ Τιβέριος· ὅταν ἀρχιερεῖς στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας· ὅταν στὴ Γαλιλαία βασίλευε ὁ Ἡρώδης.
Ποιός Ἡρώδης εἶνε αὐτός; Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαξε τὰ νήπια στὴ Βηθλεέμ; Ὄχι. Ὁ Ἡρώδης ποὺ λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ὁ υἱὸς ἐκείνου. Αὐτὸς εἶνε ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντύπας.
Αὐτὸς διοικοῦσε τὸ βασίλειό του, τὴ Γαλιλαία, δικτατορικῶς. Δὲν εἶχε οὔτε δικαστὰς οὔτε δικαστήρια. Αὐτός ἔκρινε ποιός εἶνε ἔνοχος, αὐτός ἔκλεινε στὶς φυλακές. Μόνος του δίκαζε καὶ κατεδίκαζε εἰς θάνατον. Ἔκανε ὅ,τι ἤθελε.
Καὶ ποιόν ἔκλεισε στὴ φυλακή; ποιόν κατεδίκασε εἰς θάνατον; Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ἐπέβαλλε θανατικὴ ποινὴ στοὺς βλασφήμους, στὰ παιδιὰ ποὺ τολμοῦσαν νὰ χτυπήσουν τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα τους, στοὺς πόρνους, στοὺς μοιχούς, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ χωρίζανε τὰ ἀνδρόγυνα, στοὺς μάγους καὶ στὶς μάγισσες. Μὲ λίγα λόγια, ἡ ἐσχάτη αὐτὴ τῶν ποινῶν ἦταν γι᾿ αὐτοὺς ποὺ διέπρατταν μεγάλα ἐγκλήματα.
Ὁ Ἡρώδης ὅμως κατεδίκασε εἰς θάνατον τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Τί κακὸ ἔκανε ὁ Ἰωάννης; Βλαστήμησε τὸ Θεό; Ἐπόρνευσε, ἐμοίχευσε, ἔκανε μαγεῖες; Τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἤτανε ἀθῷος. Καὶ τότε πῶς στὸν ἀθῷο αὐτὸν ὁ Ἡρώδης ὥρισε τὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν, τὸν θάνατο;
Ὁ Ἰωάννης ἔκανε κάποιο κακό, κάποιο ἔγκλημα. Ποιό εἶνε τὸ ἔγκλημά του; Σὲ τέτοια ἐποχή, ἐποχὴ δικτατορίας καὶ ὁλοκληρωτισμοῦ, ποὺ βασιλεύει τὸ ξίφος καὶ ἡ βία, ἔγκλημα εἶνε νὰ πῇ κανεὶς τὴν ἀλήθεια. Ὅλα τὰ ἀνέχεται ἕνα τέτοιο καθεστώς, ἀλλ᾿ ὄχι τὴν ἀλήθεια. Τόλμησες νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια; Θὰ ἔχῃς περιπέτεια.
* * *
Ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ μόνος μέσα στὸ βασίλειο τοῦ Ἡρώδη ποὺ τόλμησε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια.
Τί εἶχε κάνει ὁ Ἡρώδης; Εἶχε διαπράξει τρία ἁμαρτήματα. Πρῶτον ἔδιωξε τὴ γυναῖκα του. Δεύτερον πῆρε ἄλλη. Τρίτον αὐτὴ ἡ ἄλλη, ποὺ πῆρε, ἦταν ἡ Ἡρωδιάδα ἡ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του, μὲ ἄλλα λόγια ἡ νύφη του. Ἦταν δηλαδὴ διεζευγμένος, ἦταν μοιχός, ἦταν καὶ αἱμομείκτης. Καὶ ὅμως ἔβγαινε μ᾿ αὐτὴν δημοσίως, καὶ τὸν χειροκροτοῦσε ὅλος ὁ κόσμος.
Ἕνας μόνο τὸν ἤλεγξε· ὁ Ἰωάννης. Αὐτὸς δὲν τὸν φοβήθηκε. Τί εἶχε νὰ χάσῃ; Εἶχε θέσεις; Εἶχε χρήματα; Ἡ μόνη περιουσία του ἦταν μιὰ κάππα, κι αὐτὴ ὄχι ἀπὸ μαλλὶ ἀλλ᾿ ἀπὸ τρίχες καμήλου. Κρεβάτι του εἶχε τὴν ἄμμο τῆς ἐρήμου, τροφή του τὶς ἀκρίδες, ποτό του τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, στέγη του τ᾿ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἦταν ἀσκητής.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἀσκητὴς ἔρριξε τὸν κεραυνὸ καὶ σείστηκαν τὰ ἀνάκτορα. Λέει στὸν Ἡρώδη· «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃς τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18).
Πῶς τὸ ἄκουσε ὁ Ἡρώδης αὐτό; Ἐξωργίστηκε. Διέταξε νὰ τὸν πιάσουν, νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν ῥίξουν στὰ μπουντρούμια, μέσα στὶς φυλακὲς τῆς Μαχαιροῦντος.
Ἔμεινε πολὺ στὴ φυλακὴ ὁ Ἰωάννης; Ὄχι. Γιατὶ καὶ μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σίδερα δὲν σταμάτησε νὰ διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἡρώδη.
Περισσότερο ὅμως ἐξαγριωμένη ἦταν ἡ Ἡρωδιάδα. Προσπαθοῦσε νὰ βρῇ εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Ἰωάννη.
Καὶ τὴ βρῆκε. Ποιά ἦταν ἡ εὐκαιρία; Τὸ γλέντι καὶ ὁ χορός. Ἔλα τώρα ἐσύ, ποὺ λὲς ὅτι δὲν εἶνε τίποτε τὸ γλέντι, δὲν εἶνε τίποτε ὁ χορός. Ἔλα νὰ δῇς, ποῦ ἔπεσε τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Ὁ Ἡρώδης ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του. Εἶχε φαγητά, κρασιά, ὀρχῆστρες, καὶ γυναῖκες διεφθαρμένες. Στὸ τέλος δὲ τῆς διασκεδάσεως καὶ τοῦ χοροῦ, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ζαλισμένος ἀπὸ τὸ οἰνόπνευμα, νά καὶ παρουσιάζεται μιὰ χορεύτρια. Ἡ Ἡρωδιάδα τὴν ἔστειλε ἐπίτηδες· ἦταν ἡ κόρη της, ἡ Σαλώμη. Χόρεψε ἕνα διεφθαρμένο χορὸ τῆς ἀνατολῆς, ποὺ ἔκανε τὸν Ἡρώδη νὰ χάσῃ τὸ μυαλό του. Τότε μέσα στὸ μεθύσι καὶ στὴ ζάλη του ὁ Ἡρώδης τῆς εἶπε μὲ ὅρκο· «Ζήτησέ μου ὅ,τι θές, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω· …μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου» (ἔ.ἀ. 6,22-23).
Πολλὰ πράγματα μποροῦσε νὰ ζητήσῃ ἡ κόρη αὐτή. Μποροῦσε νὰ ζητήσῃ μέγαρα καὶ παλάτια, χωράφια, ἀμπελῶνες καὶ ἐλαιοστάσια, χρυσὸ καὶ ἄργυρο. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ζήτησε. Τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος! Πῆγε καὶ συμβουλεύτηκε τὴ μάνα της. Κ᾿ ἐκείνη τῆς λέει· Μὴ ζητήσῃς τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ.
Ὤ, τίγρις καὶ χειρότερη ἀπὸ τὴν τίγρι εἶνε ἡ κακιὰ γυναίκα! Καὶ ἐνῷ στὴν ἔρημο τὸν Ἰωάννη τὸν σεβάστηκαν καὶ τὰ θηρία, στὰ ἀνάκτορα ἡ γυναίκα αὐτή, χειρότερη ἀπὸ τὸ λιοντάρι καὶ τὴν τίγρι, τὸν κατέφαγε.
Γυρίζει ἡ διεφθαρμένη κόρη στὸν Ἡρώδη καὶ τοῦ λέει· Θέλω σ᾿ ἕνα πιάτο νὰ μοῦ δώσῃς ἀμέσως τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ (ἔ.ἀ. 6,25).
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ ὁ Ἡρώδης; Βέβαια εἶχε δώσει ὅρκο, τῆς τὸ εἶχε τάξει. Τέτοια τάματα ὅμως εἶνε ἁμαρτωλά. Νὰ κάνῃς τάμα ἅγιο, ὄχι τέτοια τάματα σατανικά. Ἔπρεπε νὰ πῇ στὴν κόρη· Αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω, γιατὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου δὲν τὴν ἐξουσιάζω. Ἐν τούτοις ὁ Ἡρώδης ἔστειλε στρατιῶτες στὴ φυλακὴ καὶ ἀποκεφάλισε τὸν Ἰωάννη. Καὶ τὸ κεφάλι αὐτό, ποὺ ἄχνιζε ἀκόμη ἀπὸ τὸ αἷμα, τὸ ἔφεραν στὰ ἀνάκτορα, καὶ τὸ ἔδωσαν στὴ Σαλώμη καὶ στὴν Ἡρωδιάδα. Τὸ πῆραν καὶ ἡσύχασαν.
Τί εἶπα, ἡσύχασαν; Ἡσύχασε ἡ Σαλώμη καὶ ἡ Ἡρωδιάδα; Ὄχι. Δὲν ἡσυχάζει ὁ ἐγκληματίας, κι ἂς εἶνε στὰ ἀνάκτορα, κι ἂς κολυμπᾷ μέσα στὸ χρυσάφι. Ἔκανε τὸ ἔγκλημα; σκορπιὸς τὸν κεντᾷ. Ἁμάρτησες, ἐπόρνευσες, ἐμοίχευσες, διέλυσες οἰκογένειες, ἔφαγες τὸ ψωμὶ τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ; Φίδι θὰ ἔχῃς μέσα στὴν καρδιά σου. Ὅπου νὰ πᾷς, δὲν θὰ μπορῇς νὰ ἡσυχάσῃς καὶ ν᾿ ἀναπαυθῇς.
Δὲν βρῆκαν ἀνάπαυσι ὁ Ἡρώδης, ἡ Ἡρωδιάδα καὶ ἡ Σαλώμη. Τὸ τέλος τους φρικτό. Ἐρευνῆστε τὰ βιβλία καὶ θὰ δῆτε. Ὁ Ἡρώδης ἔχασε τὸ θρόνο του. Ἡ Ἡρωδιάδα εἶχε οἰκτρὸ θάνατο, καὶ ἡ κόρη της οἰκτρότερο. Περπατώντας μιὰ μέρα ἡ Σαλώμη ἐπάνω σὲ μιὰ παγωμένη λίμνη, σὰν κρύσταλλο, ἔσπασε ὁ πάγος καὶ τῆς ἔκοψε τὸ κεφάλι…
* * *
Τί μᾶς διδάσκει τὸ σημερινὸ γεγονός, ἀδελφοί μου; Πολλὰ μᾶς διδάσκει. Ἕνα ὅμως ἂς προσέξουμε ἰδιαιτέρως.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς διδάσκει, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὑπάρχουν στὴν κοινωνία παράνομα ζεύγη. Ὁ Ἡρώδης ἔδιωξε τὴ γυναῖκα του καὶ πῆρε τὴν Ἡρωδιάδα. Παράνομος συμβίωσις.
Καὶ τότε μέν, στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡρώδη, ἕνα παράνομο ζεῦγος ὑπῆρχε, τοῦ βασιλιᾶ. Ἀλλὰ σήμερα, σᾶς ἐρωτῶ, πόσα παράνομα ζεύγη ὑπάρχουν; Κάθε συνοικία σχεδὸν ἔχει καὶ κάποια παράνομη συμβίωσι. Θεέ μου Θεέ μου, ποῦ κατήντησε ἡ πατρίδα μας!
Ὅπως σᾶς εἶπα καὶ ἄλλοτε, στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία μας 100 χρόνια περνοῦσαν καὶ διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη διέλυε τὰ ἀνδρόγυνα. Τώρα χρυσὲς δουλειὲς κάνουν οἱ δικηγόροι…
Διαζύγια, διαζύγια, δὲν χορτάσανε ἀπὸ διαζύγια. Τέλος κατάφεραν νὰ θεσπιθῇ καὶ τὸ αὐτόματο διαζύγιο. Πάει πλέον ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια διαλύεται. Καὶ ἔγινε αὐτό, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἕνας Ἰωάννης Πρόδρομος.
Ὑπάρχουν 100 δεσποτάδες καὶ 8.000 παπᾶδες, ὑπάρχουν θεολόγοι, ὑπάρχουν ἱεροκήρυκες. Ὅλους νὰ μᾶς στύψῃς, δὲν κάνουμε τὸ νυχάκι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Ὦ ἐσεῖς ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε, παρακαλέστε τὸ Θεό, νὰ μᾶς στείλῃ ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, ἱεροκήρυκες, ποὺ νὰ πιστεύουν καὶ νὰ εἶνε ἕτοιμοι νὰ θυσιαστοῦν. Πιστεύω, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς λυπηθῇ. Πρέπει νὰ παρουσιαστῇ πάλι στὴν πατρίδα μας κήρυγμα ζωηρό, κήρυγμα ῥιζοσπαστικό.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε καὶ προδώσουμε τὴν πίστι, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε θὰ φωνάξουν «Οὐκ ἔξεστί σοι» (ἔ.ἀ. 6,18), ὄχι διαζύγιο!
Δὲν θὰ γίνῃ ἡ Ἑλλὰς Σουηδία. Δὲν θὰ γίνῃ Δανία, οὔτε Σικάγο, οὔτε Μόσχα. Ἡ Ἑλλὰς θὰ μείνῃ Ἑλλάς. Θὰ μείνῃ Πόντος, Μικρὰ Ἀσία, Μακεδονία. Δὲν θὰ διοικοῦν τὸν τόπο μας μασόνοι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Ἡ Ἑλλὰς θὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν 29-8-1975 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-8-1999, ἐπανέκδοσις 23-7-2016), π. Αυγουστίνος Καντιώτης