Ἐθνικὴ ἑορτή, ἀγαπητοί μου, ἀνάμνησις μεγάλων γεγονότων τῆς νεωτέρας ἱστορίας μας ποὺ ἐδόξασαν τὸ ὄνομα τῆς πατρίδος μας στὸν κόσμο. Ἐνῷ μικρὰ καὶ μεγάλα ἔθνη ἔτρεμαν κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονος καὶ ὁ φόβος κυριαρχοῦσε στὶς ψυχές, ἡ μικρή μας χώρα ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ διὰ τοῦ στόματος τοῦ πρωθυπουργοῦ της νὰ πῇ τὸ ἱστορικὸ «Ὄχι», τὸ ὁποῖο δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἐπανάληψις τοῦ «Μολὼν λαβέ» στὰ στενὰ τῶν Θερμοπυλῶν.
* * *
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς δὲν εἶνε μόνο ἐθνική, συγχρόνως εἶνε καὶ θρησκευτικὴ ἑορτή. Ἄλλοι λαοὶ ξεχωρίζουν τὴ θρησκεία ἀπὸ τὸ ἔθνος· σ᾽ ἐ μᾶς ἔθνος καὶ θρησκεία, πίστι καὶ πατρίδα, εἶνε ἀρρήκτως συνδεδεμένα, ἑνωμένα ὅπως τὸ νύχι μὲ τὸ κρέας. Ἀνέκαθεν ὁ Ἕλληνας, φύσις θρησκευτική, συνέδεε τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς πατρίδος μὲ τὴν ἄνωθεν βοήθεια· κι ὅταν μὲν νικοῦσε, εὐχαριστοῦσε τὸ Θεό· ὅταν πάλι εἶχε περιπέτειες, ζητοῦσε τὴ βοήθεια του.
Ἐὰν θελήσω ν᾽ ἀνατρέξω στὴν ἱστορία μας καὶ νὰ παρουσιάσω δείγματα τοῦ στενοῦ αὐ τοῦ συνδέσμου, θὰ μακρύνῃ ὁ λόγος, καὶ δὲν θέλω σήμερα νὰ τὸ κάνω. Θέλω ἁπλῶς νὰ τονίσω, ὅτι δὲν νοεῖται ἐθνικὴ ἑορτὴ τῶν Ἑλλήνων χωρὶς θρησκευτικὸ περιεχόμενο.
Ὡς ἀπόδειξι τοῦ συνδέσμου μεταξὺ πίστεως καὶ πατρίδος ἀναφέρω ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἱστορία μας ἕνα μόνο γεγονός. Θαυμάζουν ὅ λοι τὸν Παρθενῶνα καὶ ἔρχονται ἀπὸ παν τοῦ νὰ τὸν δοῦν στὴν Ἀκρόπολι, ποὺ ὄντως μένει ὡς ἕνα ἀριστούργημα. Λίγοι ὅμως, καὶ Ἕλληνες ἀκόμη, γνωρίζουν γιατί κτίστηκε ὁ Παρθενών. Ὁ Παρθενὼν λοιπὸν κτίστηκε μετὰ τὶς νίκες ἐναντίον τῶν Περσῶν στὸ Μαραθῶνα (490), τὸ «Μολὼν λαβέ» στὶς Θερμοπύλες (480), καὶ τὶς Πλαταιές (479 π.Χ.) . Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στοὺς θεούς της ἡ φυλὴ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἰδίως οἱ Ἀθηναῖοι γιὰ τὴ νίκη κατὰ τῶν βαρβάρων ὕψωσαν τὸ μνημεῖο αὐτό, ποὺ δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ ἔκφρασι πίστεως τοῦ ἔ θνους αὐ τοῦ σὲ ὑπερκόσμιες δυνάμεις.
Τέτοιος ἦταν ἀνέκαθεν ὁ δεσμός, ὁ κρίκος ποὺ συνδέει πατρίδα καὶ θρησκεία. Ἔσπασες τὸν κρίκο αὐτόν; δὲν ὑπάρχει Ἑλλάς, ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ καταντήσῃ συρφετὸς ἀνάξιος νὰ γράψῃ χρυσὲς σελίδες στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Ὅτι αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει καλύτε ρη ἀπόδειξις στὴν νεωτέρα ἱστορία μας ἀπὸ τὴν ἐπέτειο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940. Ἡ Ἑλλὰς δυστυχῶς δὲν ἀξιώθηκε ἀκόμη νὰ ὑψώσῃ ἕνα μνημεῖο εὐγνωμοσύνης στὸ Θεὸ –ὅπως ἔ καναν οἱ ἀρχαῖ οι πρόγονοί μας– γιὰ τὴ νίκη, γι᾽ αὐτὸ τὸ «Ὄχι»· καὶ ἔτσι ἡ νέα γενεὰ δὲν ἔ χει ἰδέα ἀπὸ τέτοιες ἐξάρσεις· αὐτὴ ὡς εἴδω λο ἔχει τὸ ποδόσφαιρο, τὰ μικρὰ καὶ ἀ σήμαν τα. Μὰ δὲν φταῖνε οἱ νέοι· ἄλλοι φταῖνε ποὺ ἡ νεότης μας δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθῇ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴ συγκίνησι τῆς ἡμέρας αὐτῆς.
Μόνο ὅσοι ἔζησαν τὰ γεγονότα ἐκεῖνα μποροῦν νὰ δώσουν μαρτυρία. Ὅσοι τότε ἦταν παιδιὰ κι ἄκουσαν νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ νὰ σφυρίζουν οἱ σειρῆνες· πῆγαν στὸ σχολειὸ καὶ τὸ σχολειὸ ἔκλεισε, γιατὶ ὁ δάσκαλος ἐπιστρατεύθηκε ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικὸς καὶ τὸν χαιρέτησαν γιὰ τελευταία φορά· ὅσοι τότε ἦταν παιδιὰ καὶ εἶδαν τὸν πατέρα τους νὰ φεύγῃ γιὰ τὸ μέτωπο καὶ τὴ μητέρα τους νὰ κλαίῃ, καὶ ὅ λους νὰ τρέχουν στοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἀ σπάζωνται μὲ δάκρυα τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ἤμουν στὸ σταθμὸ στὸ Μεσολόγγι καὶ εἶδα νεώτατη γυναῖκα, νιόπαντρη μιᾶς ἑβδομάδος, νὰ κλαίῃ καὶ ν᾽ ἀποχαιρετᾷ τὸν ἄντρα της ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ τὸν χαρῇ, κ᾽ ἐκεῖνος νὰ τῆς λέῃ «Πάω γιὰ τὴν πατρίδα, μὴν κλαῖς»· καὶ δὲν ἐπέστρεψε πιά!
Περισσότερο ὅμως ἀπ᾽ ὅλους μάρτυρες τοῦ μεγαλείου ἐκείνου εἶνε ὅσοι ἐπιστρατεύθηκαν στὰ συντάγματα κι ἀξιώθηκαν ν᾽ ἀνεβοῦν στὰ ψηλὰ βουνά. Ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἅ γιο Δημήτριο στὴ Θεσσαλονίκη, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔμπαιναν μέσα, ἔπεφταν μπρούμυτα κ᾽ ἐπανελάμβαναν τὴν προσευχὴ τοῦ Νέστορος «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Ὅσοι ἔρχονταν ἀπὸ τὰ νησιὰ καὶ τὰ καράβια περνοῦσαν ἀπὸ τὴν Τῆνο, γονάτιζαν στὸ κατάστρωμα καὶ παρακαλοῦσαν τὴ Μεγαλόχαρη. Ὅσοι πέρασαν ἀπὸ τὴ Λάρισσα πήγαιναν στὸν Ἅγιο Ἀχίλλιο. Ὅσοι πέρασαν ἀπὸ τὰ Γιάννενα πήγαιναν στὸν τάφο τοῦ νεομάρτυρος ἁγίου Γεωργίου. Ὅσοι πέρασαν ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι πήγαιναν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ὅλος ὁ στρατός μας ἔσπευδε στὸ μέτωπο. Καὶ ὅταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νικούσαμε, μόλις κατελάμβαναν κάποιο ὕψωμα δὲν ἔψαλλαν τὸν Ἐθνικὸ ὕμνο· γονάτιζαν –ὅσοι ἦταν στρατιωτικοὶ ἱερεῖς τὸ γνωρίζουν αὐτό– καὶ ἔψελναν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
Σφάλλουν λοιπὸν πολὺ ὅσοι θέλουν νὰ χωρίσουν τὴν ἐθνικὴ ἑορτὴ ἀπὸ τὴν πίστι στὸ Θεό. Ἐκεῖνο ποὺ ἐξυψώνει τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ὁ θρησκευτικὸς χαρακτήρας της. Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴν πίστι, θὰ γίνουμε ἀνάξιοι νὰ ζοῦμε ἐπὶ τῆς γῆς. Ὑπάρχουμε, γιατὶ πιστεύουμε· μὲ τὴν πίστι ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν.
* * *
Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἱερὰ Σύν οδος, ἀγαπητοί μου, ὥρισε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα νὰ ψάλλεται σήμερα, 28η Ὀκτωβρίου, ἡ ἀκολουθία τῆς Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Εἶνε κι αὐτὸ μία ἀκόμη ἀπόδειξις τοῦ συνδέσμου θρησκείας καὶ πατρίδος. Τί ἑορτὴ εἶνε αὐτή;
Φεύγουμε ἀπὸ τὸ 1940 καὶ πᾶμε στὸ 850-860 μ.Χ.. Ἡ Κωνσταντινούπολις ἐπολιορκεῖτο ἀπὸ βαρβάρους καὶ κινδύνευε νὰ πέσῃ στὰ χέρια τους. Τότε στὴν Πόλι ζοῦσε ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς καὶ θαυματουργός, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ λεγόμενος διὰ Χριστὸν σαλός, μία ἁγία φυσιογνωμία τοῦ Βυζαντίου. Ὁ ἅγιος λοιπὸν αὐτὸς βρισκόταν σὲ ἀγρυπνία ποὺ γινόταν στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν στὴ Βασιλεύουσα. Τότε μετὰ τὰ μεσάνυχτα –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους– ὁ ἅγιος Ἀνδρέας εἶδε ὅραμα – βλέπουν οἱ ἅγιοι ὁράματα. Τί εἶδε;
Εἶδε μιὰ γυναῖκα μεγαλοπρεπεστάτη· ἦταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος! Τὴν εἶδε νὰ βρίσκεται στὴν πύλη τοῦ νάρθηκα, νὰ τὴν κρατοῦν ἀπὸ τὰ χέρια δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ὁ τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, καὶ νὰ τὴν συνοδεύουν τάγματα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων μὲ ὁλόγλυκα ᾄσματα. Τὸ πρόσωπό της ἄστραφτε σὰν τὸν ἥλιο καὶ στὸ κεφάλι της ἔλαμπε τὸ διάδημα. Ὅταν ἔφθασε στὸ μέσον τοῦ ναοῦ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε ἐπὶ ἀρκετὴ ὥρα. Ἔπειτα μπῆκε στὸ ἅγιο βῆμα, ἄνοιξε τὴ θήκη ὅπου βρισκόταν τὸ μανδήλιο τῆς κεφα λῆς της, τὸ ἔβγαλε καὶ τὸ ἅπλωσε πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς, κι αὐτὸ μεγάλωσε μεγάλωσε καὶ σκέπασε ὅλο τὸ λαό· σημεῖο ὅτι προστατεύει τὴν Πόλι κι ὅτι θὰ τὴν σώσῃ μὲ θαῦμα. Καὶ πράγματι –δὲν εἶνε μῦθος, διαβάστε τὴν ἱστορία– ἐπὶ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ μέσα σὲ τρεῖς μέρες ἡ πολιορ κία λύθηκε, ἀνέπνευσε ἡ Πόλις, καὶ ἔψαλαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
* * *
Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ Παναγία μας εἶνε ὄντως ἡ προστάτις τοῦ ἔθνους μας, εἶνε ἡ «ὑπέρμαχος Στρατηγός» μας.
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα διαμαρτύρομαι –καὶ τὸ λέω ὡς ἁπλὸς Ἕλλην ποὺ ἔλαβε μέρος καὶ ἔζησε τὰ γεγονότα, τὸ λέω σὰν παράπονο τῆς ψυχῆς μου–, διαμαρτύρομαι, δι ότι ὑπάρχει μία τάσις κα ταχθονίων δυνάμεων νὰ ἀπορρίψουμε κάθε θρησκευτικὴ χρειὰ τῆς ἑορτῆς καὶ νὰ παρουσιασθῇ αὐτὴ ἁπλῶς ὡς ἐ θνική. Ὄχι· δὲν νική σαμε μὲ τὶς ἀσθενεῖς μας δυνάμεις, νικήσαμε μὲ τὴν πίστι στὸ Θεό, καὶ ὁ μεγαλύτερος συντελεστὴς τῆς νίκης ἦταν ἡ σκέπη τῆς Παναγίας.
- Ἂν ἤμουν κράτος, θὰ ὥριζα γιὰ σήμερα· ὅλοι οἱ σταθμοὶ νὰ μεταδίδουν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
- σὲ κάθε πόλι καὶ χωριὸ νὰ γίνεται μνημόσυνο ὅλων τῶν ἡρώων ποὺ ἔπεσαν ὑπὲρ πατρίδος.
- καὶ ὅλοι οἱ κρατικοὶ λειτουργοὶ πρῶτα νὰ ἐκ κλησιάζωνται στὸ ναό· διότι ἡ Δοξολογία ἔχει σημασία ὅταν εἶνε συνδεδεμένη μὲ τὴ θεία λειτουργία, ἀλλιῶς εἶνε ἕνα ξεκάρφωτο πρᾶγμα.
Ἑορτάζουμε βέβαια καὶ ἐκφωνοῦνται λόγοι πανηγυρικοὶ καὶ ἐπαινεῖται τὸ ἔθνος· ἀλλὰ ἔχουμε σήμερα τὸ φρόνημα τῶν μαχητῶν ἐκείνων; Ἕνας ξένος δημοσιογράφος ἐπισκέφθηκε τότε τὸ μέτωπο ἀπὸ Μοράβα μέχρι Βεράτι, καὶ σὲ κύριο ἄρθρο τῶν «Τάιμς» τοῦ Λονδίνου ἔγραψε, ὅτι τοὺς Ἕλληνες μαχητὰς ἕνα πρόσωπο συγκινεῖ, ἡ Παναγία, τῆς ὁποίας τὴν εἰκόνα ἔχουν στοὺς κόλπους των.
Ἂς ψάλουμε, ἂς δοξάσουμε, ἂς εὐγνωμονήσουμε τὸ Θεό. Καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε, τὸ μικρὸ τοῦτο ἔθνος νὰ προάγεται ἀπὸ δόξα σὲ δόξα, ἀπὸ τιμὴ σὲ τιμή, ἀπὸ εὐημερία σὲ εὐημερία, ὥστε νὰ εἶνε φάρος στὸν κόσμο ὁλόκληρο διὰ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος διὰ πρεσβειῶν της νὰ σῴζῃ αὐτὸ ἐκ παντοίων κινδύνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης κατὰ τὴν ἐπίσημη δοξολογία τὴν Πέμπτη 28-10-1971 πρωὶ μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-9-2017.)