Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι τα παιδιά που εκτίθενται από την πρώιμη ηλικία σε πολύωρη ημερήσια «μη μητρική» φροντίδα διατρέχουν κίνδυνο κοινωνικών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών διαταραχών, που επιμένουν σε όλη τη πορεία ανάπτυξής τους. Η οικογένεια είναι αναντικατάστατη.
Institute for Family Studies
Jenet Erickson
Το 1997, το Κεμπέκ του Καναδά ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ολοήμερης και ολοετούς παιδικής φροντίδας για όλα τα παιδιά κάτω των 5 ετών με τίτλο: «Τα παιδιά στην καρδιά της επιλογής μας». Το πρόγραμμα βασιζόταν στην υπόθεση ότι η επιδοτούμενη από την κυβέρνηση πλήρης ημερήσια φροντίδα θα παρείχε σε όλα τα παιδιά τη δυνατότητα για ένα «υγιές ξεκίνημα» στη ζωή, ενώ ταυτόχρονα θα επέτρεπε σε ακόμη περισσότερες γυναίκες να εισέλθουν στο εργατικό δυναμικό και να αυξήσουν τα έσοδά τους.
Μέσα 10 χρόνια έγινε μια λεπτομερής εκτίμηση του προγράμματος πλήρους φροντίδας «παιδική μέριμνα με 5$ τη μέρα», που περιλάμβαναν αξιολόγηση της παιδικής μέριμνας, των προτύπων απασχόλησης και των αποτελεσμάτων επί των παιδιών και των γονέων. Τα αποτελέσματα ήταν ανησυχητικά. Η κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, όπως εκτιμήθηκε από συναισθηματικές και από συμπεριφορικές μετρήσεις είχε επιδεινωθεί σημαντικά στο Κεμπέκ, σε σχέση με τον υπόλοιπο Καναδά (χαμηλότερη κατά 10% ). Οι συγκρίσεις παιδιών ηλικίας 2 έως 4 ετών που είχαν εκτεθεί στο πρόγραμμα, με μεγαλύτερα παιδιά (και αδέρφια) που δεν είχαν εκτεθεί στο πρόγραμμα, αποκάλυψαν σημαντική αύξηση στο άγχος, την υπερκινητικότητα και την επιθετικότητα αυτών που εκτέθηκαν στο πρόγραμμα. Επιπλέον οι αναλύσεις κατέληξαν πως οι γονεϊκές σχέσεις είχαν γίνει πιο εχθρικές, ασυνεπείς και χαμηλότερης ποιότητας, στα σπίτια των παιδιών που εκτέθηκαν στο πρόγραμμα. Ωστόσο ήταν δύσκολο να προβλεφθεί κατά τη στιγμή της διαπίστωσης εάν τα αρνητικά αποτελέσματα που εντοπίστηκαν στα παιδιά ηλικίας 2 έως 4 ετών θα επιμείνουν σε όλη την ανάπτυξή τους ή κάποια στιγμή θα εξαφανίζονταν.
Για δεκαετίες, τα προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης σε παιδιά που μεγάλωναν σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου, προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν εάν η εντατική θετική παρέμβαση στα πρώτα χρόνια της ζωής τους όντως μεταφέρεται στην ενηλικίωση βελτιώνοντας την οικονομική κατάσταση και περιορίζοντας την εγκληματική συμπεριφορά. Τα στοιχεία έδειξαν ότι ορισμένες από αυτές τις θετικές παρεμβάσεις παρέμειναν στην ενήλικη ζωή. Θα ίσχυε το ίδιο για τα αρνητικά αποτελέσματα που σχετίζονται με την έκθεση στα κρατικά προγράμματα στην πρώιμη παιδική ηλικία;
Είκοσι χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος του Κεμπέκ, διεξήχθη μια δεύτερη σειρά περιεκτικών αναλύσεων (από τους Michael Baker, Jonathan Gruber και Kevin Milligan και θα δημοσιευθεί προσεχώς στο American Economic Journal). Με βάση τα υπάρχοντα αποτελέσματα για τα παιδιά ηλικίας 0 έως 4 ετών, οι συγγραφείς διερεύνησαν εάν τα αρνητικά αποτελέσματα που σχετίζονται με την έκθεση στο πρώιμο, εκτεταμένο πρόγραμμα ημερήσιας φροντίδας του Κεμπέκ παρέμειναν στις ηλικίες 5 έως 9 ετών, στην προεφηβική ηλικία, στην εφηβεία και στη νεαρή ενήλικη ζωή.
Η έρευνά τους επιβεβαίωσε ότι οι αρνητικές επιπτώσεις συνεχίστηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν ακόμη ισχυρότερες στις επόμενες φάσεις ανάπτυξης. Μεταξύ των παιδιών ηλικίας 5 έως 9 ετών, τα αρνητικά κοινωνικο-συναισθηματικά αποτελέσματα όχι μόνο παρέμειναν, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αυξήθηκαν, όπως υποδεικνύεται από την 24% αύξηση στο άγχος, 19% αύξηση στην επιθετικότητα και 13% στην υπερκινητικότητα. Ο αντίκτυπος στα αγόρια και τα παιδιά με προϋπάρχοντα αυξημένα προβλήματα συμπεριφοράς ήταν μεγαλύτερος, ειδικά όσον αφορά την υπερκινητικότητα και την επιθετικότητα.
Για τους εφήβους και τους νέους ενήλικες, ηλικίας 12 έως 20 ετών, όταν εκτιμήθηκε η γενική ικανοποίηση από την υγεία και τη ζωή τους, όπως τα ίδια τα παιδιά την προσδιόριζαν, αποδείχθηκε ότι τα αρνητικά κοινωνικο-συναισθηματικά αποτελέσματα που σχετίζονται με την έκθεση στο πρόγραμμα του παιδικού σταθμού παρέμειναν και στη νεαρή ενήλικη ζωή. Το πιο εντυπωσιακό εύρημα ήταν μια «απότομη και συγχρονισμένη αύξηση της εγκληματικής συμπεριφοράς» όσων νέων εκτέθηκαν στο πρόγραμμα πλήρους ημερήσιας φροντίδας σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους σε άλλες επαρχίες. Αν και τα ποσοστά εγκληματικότητας στο Κεμπέκ είναι χαμηλότερα από τον υπόλοιπο Καναδά, υπήρξε σημαντική ποσοστιαία αύξηση στα κατηγορητήρια και στις καταδίκες σε εκείνες τις ομάδες παιδιών που εκτέθηκαν στο πρόγραμμα παιδικής μέριμνας του Κεμπέκ. Σημειώθηκε αύξηση 19% στο μέσο ποσοστό ποινικών κατηγοριών και αύξηση 22% στο μέσο ποσοστό ποινικών καταδίκων. Όπως συνέβη και με τις μετρήσεις που αφορούσαν παιδιά ηλικίας 5 έως 9 ετών, ο αντίκτυπος στην εγκληματική συμπεριφορά ήταν μεγαλύτερος για τα αγόρια και για εκείνους που είχαν ήδη αυξημένα προβλήματα συμπεριφοράς.
Οι μελετητές Baker, Gruber και Milligan αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν «κάποιες ενδείξεις θετικών επιπτώσεων» από τα προγράμματα ολοκληρωμένης παιδικής φροντίδας σε ορισμένα έθνη και για παιδιά ορισμένων ηλικιών. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, τα οφέλη είναι κυρίως για τα λιγότερο ευνοημένα παιδιά. Και καταλήγουν, «Υπάρχουν λίγα σαφή στοιχεία ότι αυτά τα προγράμματα παρέχουν σημαντικά οφέλη για τον ευρύτερο πληθυσμό».
Η διάρκεια και η έκταση του προγράμματος παιδικής μέριμνας του Κεμπέκ παρείχαν τη μοναδική ευκαιρία να γίνει ολοκληρωμένη αξιολόγηση των επιπτώσεων ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ημερήσιας φροντίδας πολλών παιδιών από την παιδική ηλικία έως τη νεαρή ενήλικη ζωή. Τα ευρήματα από το πρόγραμμα του Κεμπέκ συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα ευρήματα της ολοκληρωμένης αξιολόγησης ενός άλλου αντίστοιχου προγράμματος ημερήσιας φροντίδας του National Institute of Child Health and Human Development στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η μελέτη, η οποία παρακολουθούσε τα ίδια 1.364 παιδιά κάθε χρόνο από τη γέννησή τους, διαπίστωσε ότι η εκτεταμένης διάρκειας ημερήσια φροντίδα πρώιμα στη ζωή του παιδιού προδιάγραφε αρνητικά αποτελέσματα συμπεριφοράς σε όλη την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης και της τελικής αξιολόγησης που έγινε όταν τα παιδιά ήταν 15 ετών.
Μέχρι την ηλικία των τεσσεράμισι, οι πολλές ώρες ημερήσιας φροντίδας είχαν αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα σε κάθε τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δεξιοτήτων, στην εξωτερίκευση των προβλημάτων, στη διαχείριση της σύγκρουσης ενηλίκων-παιδιού, σε ποσοστά περίπου τρεις φορές υψηλότερα από άλλα παιδιά. Στις αναφορές των φροντιστών για τα προβλήματα συμπεριφοράς, τα παιδιά που είχαν κατά μέσο όρο λιγότερες από 10 ώρες την εβδομάδα ημερήσιας φροντίδα στα πρώτα 4 χρόνια της ζωής τους είχαν άσχημες βαθμολογίες σε ποσοστό 2%, ενώ για τα παιδιά που είχαν κατά μέσο όρο περισσότερες από 30 ώρες την εβδομάδα, το ποσοστό προβληματικής συμπεριφοράς άγγιζε το 18% από αυτά. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας, η εκπαίδευση της μητέρας, η ποιότητα της φροντίδας των παιδιών και η εγγύτητα των φροντιστών δεν μετρίασαν αυτές τις επιπτώσεις. Υπήρχε όμως και εδώ το ερώτημα: Θα παρέμεναν αυτές οι επιπτώσεις;
Μέχρι την τρίτη τάξη, τα παιδιά που είχαν λάβει τις περισσότερες ώρες μη μητρικής φροντίδας αξιολογήθηκαν από τους δασκάλους και βρέθηκαν με λιγότερες κοινωνικές δεξιότητες και πτωχότερη ικανότητα εργασίας. Όσο περισσότερος ο χρόνος στα κέντρα ημερήσιας φροντίδας τόσο περισσότερες οι αντιδραστικές συμπεριφορές και η σύγκρουση με τους δασκάλους. Οι ώρες που πέρασαν τα παιδιά στα κέντρα ημερήσιας φροντίδας συνέχισαν να προβλέπουν τις προβληματικές συμπεριφορές ως την έκτη δημοτικού. Καταλήγοντας στην ηλικία των 15 ετών, οι ώρες που έλαβαν τα παιδιά οποιοδήποτε είδος «μη συγγενούς» φροντίδας πριν από την ηλικία των τεσσεράμισι ετών, προέβλεπαν τις προβληματικές συμπεριφορές, όπως κατάχρησης αλκοόλ, καπνού και ναρκωτικών, κλοπής ή βλάβης ξένης περιουσίας, παρορμητικότητα και συμμετοχή σε μη ασφαλείς δραστηριότητες, ακόμη και σε περιπτώσεις ικανοποιητικής ποιότητας ημερήσιας φροντίδας, καλού κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου και καλής ποιότητας γονέων. Και όπως προέκυψε και από τα ευρήματα για το πρόγραμμα παιδικής μέριμνας του Κεμπέκ, τα στατιστικά αποτελέσματα που συνδέουν τις ώρες ημερήσιας φροντίδας με τις προβληματικές συμπεριφορές στην ηλικία των τεσσεράμισι ετών ήταν σχεδόν τα ίδια με τα στατιστικά αποτελέσματα στην ηλικία των 15 ετών.
Υπάρχουν βέβαια στοιχεία για τις θετικές επιπτώσεις των παιδικών σταθμών όταν είναι πολύ υψηλής ποιότητας. Η μεγαλύτερη αναλογία ενηλίκων-παιδιού και η πιο ευαίσθητη και θετική εξατομικευμένη φροντίδα σε έναν παιδικό σταθμό έχουν συσχετιστεί σταθερά με καλύτερη γνωστική απόδοση και λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς. Ορισμένα από αυτά τα θετικά αποτελέσματα φαίνονται να είναι διαρκή και συσχετίζονται με σημαντική αύξηση στις βαθμολογίες των γνωστικών-ακαδημαϊκών αντικειμένων στην ηλικία των 15 ετών και εισαγωγή σε καλύτερα κολέγια μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο.
Όμως, όπως προέκυψε από την έρευνα για το πρόγραμμα του Κεμπέκ, το υψηλό επίπεδο ποιότητας του βρεφονηπιακού σταθμού και του νηπιαγωγείου είναι δύσκολο να εξασφαλιστεί. Το 2005, το 60% των ολοκληρωμένων προγραμμάτων ημερήσιας φροντίδας στο Κεμπέκ κρίθηκαν ως «ελάχιστης ποιότητας». Μόλις το 1/4 των ιδρυμάτων παρείχαν φροντίδα που πληρούσε τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως καλή, πολύ καλή ή εξαιρετική. Τέτοια ευρήματα είναι συγκρίσιμα με πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες, επιβεβαιώνοντας πόσο δύσκολο είναι για τα παιδιά να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική φροντίδα που είναι απαραίτητη για σταθερά θετικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Σαφώς, χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να κατανοηθούν οι επιπτώσεις των πολλών ωρών ημερήσιας φροντίδας εκτός οικογένειας στην πρώιμη ηλικία, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και στη νεαρή ενήλικη ζωή. Αυτά πάντως που ήδη γνωρίζουμε υποδηλώνουν ότι εφόσον το παιδί δέχεται για πολύ χρόνο στα πρώιμα παιδικά του χρόνια «μη μητρική» φροντίδα αυτό έχει άσχημα αποτελέσματα που επιμένουν σε όλη την πορεία της ανάπτυξής του. Αν οι επιπτώσεις ίσως φαίνονται μικρές, ωστόσο πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν γιατί έχουν σημασία για τις ζωές των μεμονωμένων παιδιών, έχουν σημασία για τις κοινότητες και για την κοινωνία γενικότερα.
Πηγή: Institute for Family Studies