Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής Α.Π.Θ., Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (Π.Ε.Θ.)
«ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΤΗ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;»
Η θρησκευτικότητα αποτελεί μια από τις βασικότερες ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι το ειδικό μάθημα του σχολείου, που βοηθά τον μαθητή να αναπτύξει τη θρησκευτική του συνείδηση και να έχει πίστη στον Θεό, αφού η πίστη αποτελεί ένα κύριο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής αλλά και μία βασική ψηφίδα για τη διαμόρφωση μιας στιβαρής ηθικοκοινωνικής συνείδησης.
H ελληνική πολιτεία, από τότε που ιδρύθηκε το Νεοελληνικό Κράτος έως σήμερα, αναγνωρίζοντας, αφενός, ότι όλοι σχεδόν οι Έλληνες, διαχρονικά, είναι ένθεοι και, αφετέρου, ότι είναι θετική η συμβολή της ορθόδοξης χριστιανικής πνευματικότητας στην ιστορική πορεία διαμόρφωσης και διατήρησης της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας, σε όλες τις περιπέτειες και τους αγώνες του ελληνικού έθνους, θεώρησε ως αναγκαία την ένταξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής αγωγής, με την ονομασία «Θρησκευτικά», στο Πρόγραμμα Σπουδών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Το μάθημα αυτό, όπως ορίζεται, από πλευράς συνταγματικής, έχει ως σκοπό την «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως». Σύμφωνα με την ερμηνεία του ΣτΕ (Απόφ. Ολομ. 1749/2019), ως ανάπτυξη νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών, ως εκ τούτου, δε, αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα». Η ανάπτυξη αυτή «επιτελείται κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.), να μην υποβαθμίζεται, κατά την διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (βλ. ΣτΕ 660,926/2018 Ολομ.).
Κατά συνέπεια, ο βασικός κορμός της ύλης του μαθήματος αναφέρεται στη διδασκαλία του Θεανθρώπου και, συνεπώς, δεν μπορεί να λειτουργεί με κριτήρια και στοχεύσεις, που επιδιώκουν να τροποποιούν ή να διαστρέφουν αυτήν τη διδασκαλία. Το μάθημα απευθύνεται, πρωτίστως, στους Ορθόδοξους/ες μαθητές/τριες και έχει ως στόχο να τους διδάξει να ακολουθούν την εν Χριστώ ζωή, οδό και αλήθεια, που μπορεί να τους βοηθήσει να γίνουν ολοκληρωμένοι άνθρωποι και να ζουν με αγάπη, ειρήνη και ομόνοια, στο πλαίσιο της πίστεώς τους.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, παρατηρούμε ότι μια μερίδα από τους νέους μας επιδίδονται, ήδη από την προεφηβεία, στην παραβατικότητα, τη βία και την επιθετικότητα, ακολουθώντας ξένα προς την Ορθοδοξία πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, όμως, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει, εδώ και κάποια χρόνια, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, μια μερίδα δασκάλων, που δεν διδάσκουν τα Θρησκευτικά, παραβιάζοντας, αυθαίρετα, το Σύνταγμα, το οποίο ορίζει ως αποστολή της Παιδείας, «την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» των μαθητών εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Είναι άγνωστοι οι λόγοι, που οι συγκεκριμένοι αυτοί δάσκαλοι υποτιμούν τα ηθικοπνευματικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα, που προσφέρει η Ορθοδοξία στη νέα γενιά μέσα από τα Θρησκευτικά και επιλέγουν, είτε να μη διδάσκουν καν το μάθημα των Θρησκευτικών ή να το διδάσκουν λίαν πλημμελώς.
Υπάρχει, επίσης, ένα άλλο κομμάτι διδασκόντων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που επιλέγουν να διδάσκουν το μάθημα, ως πολυθρησκειακό, αγνοώντας το Σύνταγμα, τους νόμους και ακολουθώντας μια μη επιστημονική, αντορθόδοξη και μη παιδαγωγική ατομική επιλογή, ως προς τον σκοπό και το περιεχόμενο του μαθήματος. Έτσι, όμως, δημιουργούνται τεράστια κενά στη διδασκαλία της ορθόδοξης αγωγής, η οποία, τραυματισμένη και παραμορφωμένη, αδυνατεί να επιδράσει στη συνείδηση και στον τρόπο ζωής των μαθητών/τριών.
Το μάθημα των θρησκευτικών, αποτελεί έναν συνδυασμό γνώσεων και βιωμάτων, που στοχεύει να βοηθάει τους μαθητές, όπως ορίζει ο ισχύων εκπαιδευτικός Νόμος, άρθο 1, «να έχουν πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης», που σχετίζονται με το ήθος, τις αρχές και τις αρετές της χριστιανικής διδασκαλίας, που δεν είναι άλλα από τα πρότυπα του Χριστού και των Αγίων, που διδάσκει η ορθόδοξη Εκκλησία από την εποχή των Αποστόλων έως σήμερα και αποδέχεται εδώ και αιώνες ο λαός του Θεού, ως πολιτισμική και πνευματική του παρακαταθήκη και ως τρόπο σκέψης και ζωής.
Το συγκεκριμένο μάθημα, εάν διδάσκεται σύμφωνα με τον αρμόζοντα και παραδοσιακό τρόπο, μπορεί να υποδεικνύει στους νέους μας έναν, κοινωνικά και οντολογικά, άρτιο τρόπο σχέσεως του ανθρώπου, τόσο με τον Θεό, του οποίου αποτελεί δημιούργημα, όσο και τον συνάνθρωπο.
Σήμερα, υπάρχει πρόβλημα στις διανθρώπινες σχέσεις μεταξύ, λόγω της μεταμοντέρνας κοσμικής πνευματικότητας και των συγκεχυμένων και αλλόκοτων τρόπων ζωής του εκμοντερνισμού και του ατομικισμού, της ζωής, δηλαδή, χωρίς τον Θεό, που έχει υιοθετηθεί από κάποιους/ες ως μόδα και χρησιμοποιείται ως διαβατήριο προοδευτισμού, πρωτίστως, στην κοινωνία των ενηλίκων της εποχής μας και, έπειτα, στα τέκνα τους, τα οποία παίρνουν από αυτούς τα πρότυπα της ζωής τους.
Θεωρούμε ότι ένα από τα αίτια της παραβατικότητας μιας μερίδας των νέων μας είναι είτε η απουσία της διδασκαλίας των Θρησκευτικών από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, είτε η πλημμελής και αλλοτριωμένη διδασκαλία τους στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ήδη από το 2005, στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας έχει τονίσει την ανάγκη και τον ρόλο της χριστιανικής αγωγής στη νεότητα: «Έχομεν πεισθή ότι η χριστιανική θρησκευτική αγωγή είναι χρησιμώτατον και πολυτιμότατον στοιχείον της καθόλου αγωγής του νέου. Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως, πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα, ως αναφοράν της, την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς διά το καλόν του ανθρώπου. Αι εγκληματολογικαί στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δυσπίστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χριστιανικής θρησκευτικής πίστεως και αγωγής είναι επιρρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, την χρήσιν εξαρτησιογόνων ουσιών και την αποφυγήν της παραγωγικής εργασίας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, επίσης, σε Επιστολή διαμαρτυρίας του στον Πρωθυπουργό και στους πολιτικούς Αρχηγούς, για τις απαράδεκτες και ακατάλληλες για παιδιά αλλαγές που έγιναν, το 2016, στα Θρησκευτικά, με την εισαγωγή των νέων πολυθρησκειακών Προγραμμάτων και των Φακέλων, από τον τότε Υπουργό Παιδείες κ. Φίλη, σημείωνε: «Το υλικό αυτό έρχεται, όχι μόνο να μη βοηθήσει το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά να κλονίσει και τις νωπές ακόμη θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να του προκαλέσει σύγχυση, ενσπείροντάς του τη λογική αμφιβολία ότι δεν αποκλείεται, τελικά, ο Χριστός να είναι και προφήτης του Ισλάμ ή ότι όλες οι θρησκευτικές παραδοχές είναι το ίδιο αληθείς. Δεν μπορεί να εκριζώνεται η θεολογική επιστήμη από το μάθημα των Θρησκευτικών, προκειμένου το μάθημα να υπηρετήσει σκοπούς πολιτικής καθοδηγήσεως. Το σχολείο προτείνει μία εξωτερική, καθαρά κοσμική οπτική για την Εκκλησία. Το κέντρο βάρος έφυγε από τη θεολογική ανάλυση. Δεν γίνεται στη σχολική τάξη αυτοτελής διδασκαλία του δόγματος και της λειτουργικής της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Πλέον, το νέο μάθημα έγινε διδασκαλία ηθικής και πολιτικής θεωρίας, καλλιτεχνικής παιδείας, κοινωνιολογία των θρησκειών, πολιτισμός και ιστορία θρησκειών. Το εκπαιδευτικό υλικό αρθρώνεται, όχι με κριτήρια μιας επιστημονικά δόκιμης διδασκαλίας ενός θεολογικού μαθήματος, αλλά με κριτήρια την υπηρέτηση της σύνδεσής τους με την κοσμική τέχνη και τις επιστήμες άλλων κλάδων και την ανάπτυξη μιας «κριτικής θρησκευτικότητας».
Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η απόκλιση του μαθήματος των Θρησκευτικών από τον ορθόδοξο σκοπό και το ορθόδοξο περιεχόμενο, δεν είναι πλέον μάθημα ορθόδοξης αγωγής. Έτσι, το σχολικό αυτό μάθημα μπορεί να αποτρέψει τη νεανική παραβατικότητα, μόνον, εάν οι μαθητές παιδαγωγούνται, μέσω αυτού ορθοδόξως, εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής Α.Π.Θ.,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (Π.Ε.Θ.)