Είναι αποτελεσματικά τα συμπεριληπτικά προγράμματα Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης;
Μια μετα-ανάλυση των εγκεκριμένων από την UNESCO διεθνών προγραμμάτων Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης,
από το "The Institute for Research Evaluation"
Σχόλιο από «Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά»: Το παρόν άρθρο αποτελεί κριτική από το “The Institute for Research Evaluation" των ΗΠΑ, στην ερμηνεία εκ μέρους της UNESCO κάποιων μελετών, προκειμένου η UNESCO να δικαιώσει τα συμπεριληπτικού τύπου σχολικά προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που προωθεί ανά τον κόσμο. Τα προγράμματα μετά τον τυπικό έλεγχό τους, αποδεικνύονται αναξιόπιστα και βλαπτικά. Η θέση του «Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά», όπως τεκμηριώνεται και από την σοβαρή επιστημονική έρευνα, είναι η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, πως το καλύτερο για το ψυχοσωματικό και προπάντων πνευματικό συμφέρον του ανθρώπου είναι η εγκράτεια και η σεξουαλική αποχή έως τον χριστιανικό γάμο του.
Σχετικά άρθρα, (ενδεικτικά):
https://mumdadandkids.gr/oikogeneia/seksoualiki-ekpaidefsi-ton-neon-me-stoxo-tin-egkrateia
https://mumdadandkids.gr/oikogeneia/programmata-apofygis-tou-seksoualikoy-kindynou
https://mumdadandkids.gr/oikogeneia/sygkrinontas-tous-typous-seksoualikis-ekpaidefsis
https://mumdadandkids.gr/oikogeneia/sxolika-programmata-seksoualikis-diapaidagogisis-epithesi-sta-paidia-kai-tin-oikogeneia
Εισαγωγή από «Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά»:
Εφόσον χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα πρότυπα αποτελεσματικότητας, τα στοιχεία που υπάρχουν στη διεθνή βάση δεδομένων της UNESCO, ΔΕΝ υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της ότι η ολοκληρωμένη σεξουαλική εκπαίδευση στο σχολείο, Comprehensive Sexuality Education, CSE, είναι αποτελεσματική στρατηγική για την δημόσια υγεία.
Οι μελέτες δείχνουν έλλειψη σταθερών αποτελεσμάτων στους επιθυμητούς προστατευτικούς παράγοντες, και σε ανησυχητικό αριθμό βλαβερές επιπτώσεις στους σχολικούς πληθυσμούς. Οι υπεύθυνοι χάραξης δημόσιας πολιτικής πρέπει να εγκαταλείψουν τα σχέδια για την παγκόσμια διάδοση της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης Συμπεριληπτικού τύπου (CSE) στα σχολεία, και να ακολουθήσουν μια διαφορετική προσέγγιση για την πρόληψη των αρνητικών συνεπειών της εφηβικής σεξουαλικής δραστηριότητας. Περαιτέρω μελέτες θα πρέπει να γίνουν με βάση τα θετικά αποτελέσματα που διαπιστώθηκαν από τα εκπαιδευτικά προγράμματα με στόχο την εγκράτεια και την αποχή, προκειμένου να προκύψουν προγράμματα με νέες κατευθύνσεις.
Ειδικότερα: Οι 43 μελέτες που περιέχονται στη βάση δεδομένων της UNESCO και αφορούν προγράμματα CSE εκτός ΗΠΑ, έδειξαν πολύ λίγα στοιχεία που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων, (δηλαδή προστατευτικά αποτελέσματα για τον πληθυσμό-στόχο, 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, χωρίς άλλες αρνητικές επιπτώσεις) σε βασικά ζητήματα σεξουαλικής υγείας ( εγκυμοσύνη, σεξ. μεταδιδόμενα νοσήματα, χρήση προφυλακτικών ή αναβολή έναρξης σεξουαλικής δραστηριότητας).
Αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της CSE στο υποτιθέμενο διπλό όφελος της αύξησης τόσο της αποχής όσο και της χρήσης προφυλακτικών (από τον σεξουαλικά ενεργό μαθητή), εντός του ίδιου εφήβου πληθυσμού, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα. Και το ποσοστό των επιβλαβών επιπτώσεων από τα διεθνή σχολικά προγράμματα CSE φαίνεται να είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό αποτελεσματικότητας του προγράμματος (21% έναντι 11%).
Συμπερασματικά, οι ίδιες οι μελέτες που χρησιμοποίησε η UNESCO για να προωθήσει τα προγράμματά της, δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των σχολικών προγραμμάτων CSE αυξάνονται και ισχυροποιούνται συνεχώς» ούτε αληθεύει ο ισχυρισμός ότι η CSE «δεν αυξάνει τη σεξουαλική δραστηριότητα, τη συμπεριφορά υψηλού σεξουαλικού κινδύνου ή τα ποσοστά μόλυνσης από ΣΜΝ / HIV.» Αντίθετα, η βάση δεδομένων της UNESCO καταδεικνύει ότι η επιβολή της συμπεριληπτικής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης- CSE, δεν αποτελεί αποτελεσματική στρατηγική δημόσιας υγείας, και ορισμένα προγράμματα μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Ακολουθεί η πλήρης μελέτη:
Επαναξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων
για την συμπεριληπτική σεξουαλική εκπαίδευση στα σχολεία.
“THE INSTITUTE FOR RESEARCH AND EVALUATION”
Μέρος δεύτερο:
Ευρήματα από τη Διεθνή Έρευνα
(εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών)
Από το Ινστιτούτο Έρευνας & Αξιολόγησης*
Stan E. Weed, Ph.D. & Irene H. Ericksen, MS
Ενημερωμένο και αναθεωρημένο έως τον Μάιο του 2019
*Το Ινστιτούτο Έρευνας και Αξιολόγησης, The Institute for Institute and Evaluation, (IRE) είναι ένας μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός που έχει ως αποστολή την αξιολόγηση των προγραμμάτων σεξουαλικής εκπαίδευσης εδώ και 25 χρόνια. Το IRE έχει πραγματοποιήσει αξιολογήσεις προγραμμάτων για ομοσπονδιακά προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης σε 30 πολιτείες των ΗΠΑ ενώ έχει αξιολογήσει τη σεξουαλική εκπαίδευση σε τρεις ξένες χώρες, συγκεντρώνοντας πλήρη δεδομένα που αφορούν περισσότερους από 900.000 εφήβους. Έχει διεξαγάγει πάνω από 100 μελέτες αξιολόγησης. Οι συνεργάτες του IRE έχουν δημοσιεύσει άρθρα σε επαγγελματικά περιοδικά, και έχουν κάνει παρουσιάσεις σε επαγγελματικά συνέδρια και εργαστήρια.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος από μία διπλή μελέτη που εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τα σχολικά προγράμματα Συμπεριληπτικής Σεξουαλικής Εκπαίδευσης, Comprehensive Sexuality Education, (CSE). Χρησιμοποιούμε εδώ μια προσέγγιση που διαφέρει από εκείνη προηγουμένων ανασκοπήσεων, δηλαδή χρησιμοποιείται η εφαρμογή προτύπων αποτελεσματικότητας που προέρχονται από το πεδίο της έρευνας στην πρόληψη, για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα των μελετών αποτελεσματικότητας της CSE. Το πρώτο μέρος αξιολόγησε τις μελέτες της CSE που εφαρμόστηκαν σε σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και περιέχονται σε βάσεις δεδομένων που έχουν ελεγχθεί από τρεις υπηρεσίες: το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, (U.S. Department of Health and Human Services), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, (U.S. Centers for Disease Control and Prevention), και τον Εκπαιδευτικό, Επιστημονικό και Πολιτιστικό Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (ΟΥΝΕΣΚΟ), (The United Nations Educational, Scientific, and Cultural Organization (UNESCO).
Αυτή η ανασκόπηση βρήκε λίγα στοιχεία που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της CSE στο σχολείο (χωρίς μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για τον πληθυσμό-στόχο στο ζήτημα της εφηβικής εγκυμοσύνης ή των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, ΣΜΝ, και ελάχιστα στο ζήτημα της αποχής ή της χρήσης προφυλακτικών). Αντίθετα έδωσε πολλά υποσχόμενα (ελπιδοφόρα) στοιχεία για την εκπαίδευση προς την επιλογή της εγκράτειας (abstinence education, ΑΕ). Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώθηκε πως τα προγράμματα εγκράτειας (ΑΕ) μακροπρόθεσμα αύξησαν την αποχή των νέων, ενώ υπάρχουν συγχρόνως ισχυρές ενδείξεις ότι δεν μείωσαν τη χρήση προφυλακτικών στους εφήβους που ήδη ήταν σεξουαλικά ενεργοί, δηλαδή δεν τους προωθούν σε συμπεριφορές υψηλού σεξουαλικού κινδύνου.(1)
Η παρούσα έκθεση (που αποτελεί το δεύτερο μέρος) εξέτασε τα αποτελέσματα της εφαρμογής διεθνών σχολικών προγραμμάτων CSE (εκτός ΗΠΑ), χρησιμοποιώντας τα ίδια αξιόπιστα πρότυπα αποτελεσματικότητας με το πρώτο μέρος που αφορούσε τις ΗΠΑ:
Ήλεγξε τη βελτίωση των βασικών προστατευτικών δεικτών που αφορούσαν τον επιδιωκόμενο πληθυσμό-στόχο (όχι μόνο υποομάδες ), και το εάν διατηρήθηκαν οι δείκτες για τουλάχιστον 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα αποτελέσματα της σεξουαλικής υγείας.(2) Οι 43 μελέτες ανασκόπησαν 39 σχολικά προγράμματα CSE που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της UNESCO, και η ανασκόπηση έγινε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως έλεγχος για τους ισχυρισμούς της UNESCO ότι τα σχολικά προγράμματα CSE είναι «αποτελεσματικά». (3)
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
- Από τις 43 διεθνείς μελέτες σχολικών προγραμμάτων CSE, που βρίσκονται στη βάση δεδομένων της ΟΥΝΕΣΚΟ, μόνο μία παρείχε ανεξάρτητα στοιχεία αποτελεσματικότητας της CSE: Μείωση της εφηβικής εγκυμοσύνης για τον επιδιωκόμενο πληθυσμό για τουλάχιστον 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, χωρίς άλλες αρνητικές επιπτώσεις, (4) σε μια αξιολόγηση από ανεξάρτητους κριτές. Δύο άλλα σχολικά προγράμματα CSE ανέφεραν ότι διατηρήθηκαν τα θετικά αποτελέσματα - το ένα αύξησε την αποχή, το άλλο ελάττωσε τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ) - αλλά οι αξιολογήσεις διεξήχθησαν από τους ίδιους τους υπεύθυνους των προγραμμάτων, που θεωρούνται όχι και τόσο επιθυμητή πηγή αποδείξεων. Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα παραπάνω, σε 3 μόνο από τις 43 μελέτες βρέθηκαν στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των σχολικών προγραμμάτων CSE .
- Κανένα πρόγραμμα δεν ήταν αποτελεσματικό στην αύξηση της συνεπούς χρήσης προφυλακτικού ή της πρόσφατης χρήσης / συχνότητας χρήσης, (εάν η συνεπής χρήση δεν ήταν το μετρούμενο μέγεθος), για 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, για τον επιδιωκόμενο πληθυσμό, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα ευρήματα. (Σημείωση: Η συνεπής χρήση προφυλακτικού προωθείται για κάποια* προστασία από τα ΣΜΝ.)
- Καμία από τα 43 διεθνείς μελέτες σχολικών προγραμμάτων CSE δεν έδειξε επιτυχία στο υποτιθέμενο διπλό όφελος της προσέγγισης της CSE: σε καμία δεν διαπιστώθηκε σταθερή αύξηση τόσο στην αποχή, όσο και στη χρήση προφυλακτικού (από τους σεξουαλικά ενεργούς εφήβους).
- Περίπου μία στις πέντε διεθνείς μελέτες των σχολικών προγραμμάτων CSE (9/43 ή 21%) διαπίστωσε την ύπαρξη 12 επιβλαβών επιπτώσεων της CSE στη σεξουαλική υγεία των εφήβων, όπως: αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα, αυξημένο αριθμό συντρόφων, σεξουαλική βία ή εμπορευματοποίηση της σεξ. δραστηριότητας, ΣΜΝ κ.λ.π. Το ποσοστό ζημίας εμφανίστηκε ακόμη υψηλότερο στα σχολικά προγράμματα CSE που απευθύνονται στην Αφρική: σχεδόν ένα στα τέσσερα προγράμματα. (7/29 ή 24%).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ.
Εφόσον χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα πρότυπα αποτελεσματικότητας που προέρχονται από το πεδίο της έρευνας για την πρόληψη παθολογικών καταστάσεων, τα στοιχεία που υπάρχουν στη διεθνή βάση δεδομένων της UNESCO, ΔΕΝ υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η ολοκληρωμένη σεξουαλική εκπαίδευση στο σχολείο, Comprehensive Sexuality Education, CSE, (μερικές φορές ονομάζεται ολοκληρωμένη εκπαίδευση σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας), είναι αποτελεσματική στρατηγική για την δημόσια υγεία.
Οι μελέτες δείχνουν έλλειψη σταθερών αποτελεσμάτων στους επιθυμητούς προστατευτικούς παράγοντες, και ένα ανησυχητικό αριθμό βλαβερών επιπτώσεων στους σχολικούς πληθυσμούς. Οι υπεύθυνοι χάραξης δημόσιας πολιτικής πρέπει να εγκαταλείψουν τα σχέδια για την παγκόσμια διάδοση της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης Συμπεριληπτικού τύπου (CSE) στα σχολεία, και να ακολουθήσουν μια διαφορετική προσέγγιση για την πρόληψη των αρνητικών συνεπειών της εφηβικής σεξουαλικής δραστηριότητας. Περαιτέρω μελέτες θα πρέπει να γίνουν σχετικά με τα θετικά αποτελέσματα που διαπιστώθηκαν από τα εκπαιδευτικά προγράμματα των ΗΠΑ με στόχο την εγκράτεια και την αποχή, προκειμένου να προκύψουν προγράμματα με νέες κατευθύνσεις.
ΠΛΗΡΗΣ ΕΚΘΕΣΗ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στο τεύχος "The UNESCO International Technical Guidance on Sexuality Education", 2018, (Διεθνής Τεχνική Καθοδήγηση της UNESCO για την Εκπαίδευση στη Σεξουαλικότητας 2018), η UNESCO συνιστά την εφαρμογή προγραμμάτων συμπεριληπτικής σεξουαλικής εκπαίδευσης (CSE) στις σχολικές τάξεις παγκοσμίως, δηλαδή «να φτάσει η CSE σε παιδιά και νέους παντού» και υποστηρίζει: «Εν τέλει, η τεκμηρίωση για την αποτελεσματικότητα των σχολικών προγραμμάτων CSE συνεχώς αυξάνεται και ενισχύεται, με πολλές εκθέσεις να αναφέρουν τα θετικά αποτελέσματα σε μια σειρά παραμέτρων, (5) που περιλαμβάνουν την καθυστερημένη έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας και την αυξημένη χρήση προφυλακτικών ή αντισύλληψης».
Η έκθεση της UNESCO καταλήγει:
1. «Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση - μέσα ή έξω από τα σχολεία - δεν αυξάνει τη σεξουαλική δραστηριότητα, την παρακινδυνευμένη σεξουαλική συμπεριφορά ή τα ποσοστά μόλυνσης από ΣΜΝ / HIV", και
2. «Προγράμματα που συνδυάζουν δύο στόχους, δηλαδή την καθυστέρηση της σεξουαλικής δραστηριότητας αλλά και εκπαιδευτικό περιεχόμενο σχετικά με το προφυλακτικό και την χρήση αντισύλληψης, (όπως είναι τα προγράμματα CSE) είναι αποτελεσματικά.» (6).
Αυτοί οι ισχυρισμοί της UNESCO βασίζονται σε μια διεθνή ανασκόπηση της επίδρασης των προγραμμάτων σεξουαλικής εκπαίδευσης πάνω στην επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων, που δημοσιεύθηκε το 2009 και ενημερώθηκε το 2018. Οι αναθεωρητές έλεγξαν αποτελέσματα μελετών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, «άλλες ανεπτυγμένες» και «αναπτυσσόμενες» χώρες, τις εξέτασαν ως προς την ποιότητα της έρευνας και συγκέντρωσαν τα αποτελέσματα μόνο από τις μελέτες με επαρκή αξιοπιστία. Υπό το φως των συμπερασμάτων τους, και επειδή η ευρεία διάδοση των προγραμμάτων της CSE στα σχολεία είναι τόσο εμφανής στη στρατηγική της UNESCO για την προώθηση της σεξουαλικής υγείας των εφήβων, πραγματοποιήσαμε μια ανασκόπηση των αποδεικτικών στοιχείων αυτής της αποτελεσματικότητας των σχολικών προγραμμάτων. Έχουμε ήδη αναφέρει τα αποδεικτικά στοιχεία για τη CSE που αφορούν στα σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. (7)
Η παρούσα ανασκόπηση εξέτασε τις διεθνείς (εκτός Η.Π.Α.) μελέτες που αφορούσαν τα σχολικά προγράμματα CSE, τα οποία εξέτασε και έκρινε κατάλληλα η UNESCO ώστε να συμπεριληφθούν στην αναθεώρησή της (βλ. λίστα αναφοράς της UNESCO, (8), από τα οποία βγάζει συμπεράσματα, βασισμένη στα αποδεικτικά στοιχεία αποτελεσματικότητας που παρέχουν οι μελέτες.
Η UNESCO χρησιμοποιεί τις 43 μελέτες που αφορούν 39 διεθνή σχολικά προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, ως την επιστημονική της βάση για να υποστηρίξει την οδηγία της για την παγκόσμια εφαρμογή της CSE στα σχολεία. Όλα τα εκτός από 3 από αυτά τα 39 προγράμματα CSE εφαρμόστηκαν σε χώρες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα, με 29 από τα προγράμματα να πραγματοποιούνται σε χώρες της Αφρικής. Επειδή τα περισσότερα προγράμματα CSE έχουν σχεδιαστεί με τον προκαθορισμένο στόχο να μειώσουν την εγκυμοσύνη των εφήβων ή/και τα ΣΜΝ ή να επηρεάσουν προληπτικά συμπεριφορές - ειδικότερα τη χρήση προφυλακτικών ή / και τη σεξουαλική αποχή - εστιάσαμε την κριτική μας στα προγράμματα που καθόρισαν και εστίασαν σε αυτούς τους στόχους. Συγκεκριμένα, για να συμπεριληφθεί στην αναθεώρησή μας ένα σχολικό πρόγραμμα έπρεπε να περιέχει κάποιο εκπαιδευτικό περιεχόμενο που να προωθεί το προφυλακτικό ή/και τη χρήση αντισυλληπτικού.
II. ΜΕΘΟΔΟΙ
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανάλυσής μας ήταν η χρήση αυστηρών κριτηρίων «αποτελεσματικότητας» όπως χρησιμοποιούνται και στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πρόληψης, (9), έτσι και για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των 39 σχολικών προγραμμάτων CSE. Η ενεργοποίηση τέτοιου είδους κριτηρίων παράγει ένα διαφορετικό μοντέλο αποδεικτικών στοιχείων από ότι πολλές παλαιότερες εκτιμήσεις της CSE , οι οποίες χρησιμοποίησαν έναν πιο επιεική ή ανεκτικό ορισμό για την αποτελεσματικότητα. (π.χ. αποδέχονται κάποιο ελάχιστο θετικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από άλλα αντίθετα ευρήματα).
Η χρήση πλέον αξιόπιστων κριτηρίων προσφέρει αποδείξεις που είναι πιο χρήσιμες για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Αυτά τα κριτήρια είναι: να υπάρχουν σταθερά αποτελέσματα, ( δηλαδή να είναι εμφανή τουλάχιστον 12 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος) σε βασικούς προστατευτικούς δείκτες (αποχή/καθυστερημένη έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας, χρήση προφυλακτικών - ιδιαίτερα αξιολογείται η συνεπής χρήση, αποφυγή εγκυμοσύνης ή ΣΜΝ) για τον κύριο πληθυσμό στόχο ( και όχι μόνο για μια υποομάδα) χωρίς επίσης να παράγει αρνητικές επιπτώσεις σε άλλους δείκτες σεξουαλικής υγείας (10). Αναφέρουμε επίσης τα ευρήματα που διαπιστώθηκαν όταν χρησιμοποιούνται μέτρα αποτελεσματικότητας λιγότερο προστατευτικά (11), ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του ελέγχου μας είναι ότι τα ευρήματα που αναφέρονται εδώ προέρχονται από απευθείας ανάγνωση των αρχικών ερευνητικών μελετών, και δεν βασιστήκαμε στις περιλήψεις ή στα συμπεράσματα των άλλων κριτικών, μερικές από τις οποίες έχουν χρησιμοποιήσει αμφισβητούμενες ερμηνείες στατιστικών αποτελεσμάτων για να διεκδικήσουν κάποια θετικά συμπεράσματα. (βλ. Τελική σημείωση αριθ.12 για σχετική απεικόνιση). Τα αποτελέσματα της ανάλυσής μας περιγράφονται παρακάτω, συνοψίζονται στον Πίνακα 1, ενώ παρουσιάζονται αναλυτικά και ανά μελέτη στον Πίνακα 2, όπου προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα προγράμματα και οι συγγραφείς της μελέτης. (Σημείωση: Στον Πίνακα 1 και στην περίληψη κάτω από αυτόν, μελέτες / προγράμματα που έδωσαν τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα, δεν συμπεριλήφθηκαν στον αριθμό των μελετών με θετικά αποτελέσματα.)
III. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
1. Ενώ τα περισσότερα προγράμματα CSE έχουν σχεδιαστεί με βάση το στόχο της μείωσης της εφηβικής εγκυμοσύνης και των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, η πλειοψηφία των μελετών εκτίμησης σχολικών προγραμμάτων στη λίστα της UNESCO δεν μετρούσε (ούτε έδινε αναφορά) για αυτά τα δύο βασικά αποτελέσματα, παρέχοντας έτσι λίγα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της CSE για αυτούς τους στόχους (βλ. Σειρά 1 στον Πίνακα 1) .
2. Στις μελέτες που πραγματικά αξιολόγησαν τον αντίκτυπο της CSE σε αυτούς τους δύο στόχους, μόνο σε μία διαπιστώθηκε παρατεταμένη (12 μήνες μετά το πρόγραμμα) μείωση στην εφηβική εγκυμοσύνη για τον επιδιωκόμενο πληθυσμό και άλλη μία διαπίστωσε μείωση των ΣΜΝ, μετά την αφαίρεση των μελετών στις οποίες βρέθηκαν επίσης και αρνητικά αποτελέσματα. (βλ. Σειρά 2).
3.Όταν χρησιμοποιούνται λιγότερο αυστηρά κριτήρια (υπολογισμός αποτελεσμάτων για διάστημα μικρότερο των 12 μηνών ή επιδράσεις μόνο σε υποομάδες), αυξάνει μόνο κατά ένα ο αριθμός των προγραμμάτων CSE που είχαν αποτελέσματα στην εγκυμοσύνη ή στη μείωση των ΣΜΝ (βλ. Σειρά 3) .
4.Για το σημαντικό αποτέλεσμα της καθυστέρησης στην έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας (δηλαδή, για την αποχή, με την οποία αποφεύγεται κάθε σεξουαλικός κίνδυνος και οι συνέπειές του), μόνο μία από τις 43 μελέτες σχολικών προγραμμάτων CSE διαπίστωσε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα 12 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος για τον στοχευμένο πληθυσμό χωρίς να προκαλεί επίσης άλλες αρνητικές επιπτώσεις. (Η μελέτη έγινε από εκείνον που ανέπτυξε το πρόγραμμα.) Επτά προγράμματα έδωσαν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ή μόνο σε κάποιες υποομάδες ως προς την καθυστερημένη σεξουαλική έναρξη.
5. Ενώ λίγες μελέτες (9/43) διαπίστωσαν τη συνεπή χρήση προφυλακτικού, (η συνεπής και σωστή χρήση προφυλακτικών προωθείται για κάποια* προστασία από ΣΜΝ), κανένα σχολικό πρόγραμμα CSE σε αυτήν τη βάση δεδομένων δεν έδειξε σημαντική αύξηση αυτού του μεγέθους, για τον προβλεπόμενο πληθυσμό, και για οποιαδήποτε χρονική περίοδο.
6. Όταν εξετάζουμε την λιγότερο προστατευτική χρήση προφυλακτικού (π.χ ως προς τη συχνότητα ή την πρόσφατη χρήση), μόνο μία από τις 43 μελέτες έδειξε σημαντική αύξηση στη χρήση του 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, για τον εξεταζόμενο πληθυσμό, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα αποτελέσματα . Εν πάσει περιπτώσει η ίδια μελέτη μέτρησε και τη συνεπή χρήση προφυλακτικών – ως κάποια προστασία - χωρίς να διαπιστώσει κάποιο αποτέλεσμα, για αυτό το λόγο η επίδραση με τη λιγότερο προστατευτική χρήση αναφέρεται εδώ, αλλά δεν θεωρείται απόδειξη της αποτελεσματικότητας του προγράμματος.
7. Όσον αφορά στους λιγότερο προστατευτικούς δείκτες, δύο μελέτες διαπίστωσαν θετικά αποτελέσματα 12 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος για τον επιδιωκόμενο πληθυσμό χωρίς αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα σημαντικά αποτελέσματα: μία μείωσε την πρόσφατη σεξουαλική δραστηριότητα και άλλη μία μείωσε τη σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς προστασία, αλλά δεν είχε καμία επίδραση στη χρήση προφυλακτικού ή την αποχή.
8. Κανένα από τα 39 προγράμματα (στις 43 μελέτες) δεν έδειξε αποτελεσματικότητα στην επίτευξη του διπλού οφέλους που επιδιώκουν τα περισσότερα προγράμματα CSE, δηλαδή, αυξημένα ποσοστά αποχής και χρήσης προφυλακτικών στο ίδιο πρόγραμμα και πληθυσμό: κανένα δεν κατέδειξε αυτή τη διπλή επίδραση στους στοχευμένους πληθυσμούς 12 μήνες μετά το πρόγραμμα.
9. Από τις 43 μελέτες των προγραμμάτων CSE που προωθούνται στο σχολείο σε περιβάλλον εκτός ΗΠΑ, οι 28 καταμετρούσαν τα αποτελέσματα τουλάχιστον 12 μήνες μετά το πρόγραμμα και μόνο τρεις έδειξαν στοιχεία αποτελεσματικότητας σε ένα από τα βασικά προστατευτικά αποτελέσματα, χωρίς άλλα αρνητικά αποτελέσματα, που σημαίνει ποσοστό επιτυχίας 11% (3/28) ή αλλιώς ποσοστό αποτυχίας 89%.
10. Η έρευνα έδειξε 12 περιπτώσεις αρνητικής επίδρασης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων CSE, που οδήγησαν σε επικίνδυνη εφηβική σεξουαλική συμπεριφορά σε σχολεία εκτός ΗΠΑ, καθώς διαπιστώθηκε σε εννέα από τις 43 μελέτες (ή 21%) Αυτό ήταν περισσότερο από ένα στα πέντε (9/39 ή 23%) των σχολικών προγραμμάτων CSE, τα οποία κατέγραψαν τα αρνητικά αποτελέσματα, ποσοστό ουσιαστικά μεγαλύτερο από το ποσοστό επιτυχίας 11% και πολύ περισσότερο από ό, τι θα συνέβαινε τυχαία. Τέσσερα προγράμματα CSE αύξησαν τη σεξουαλική έναρξη, ένα αύξησε τις ΣΜΝ, ένα μείωσε τη χρήση προφυλακτικών και έξι προγράμματα αύξησαν άλλες συμπεριφορές σεξουαλικού κινδύνου (συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των συντρόφων, πρόσφατο σεξ, εμπορευματοποίηση στη σεξουαλική δραστηριότητα και εξαναγκασμένη σεξουαλική επαφή) για τον πληθυσμό-στόχο ή μια σημαντική υποομάδα. Τρία από τα προγράμματα δημιούργησαν δύο αρνητικές συνέπειες το καθένα στην σεξουαλική υγεία των εφήβων.(13) Τα προγράμματα CSE που απευθύνονταν στα σχολεία στην Αφρική φάνηκαν να έχουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά επιβλαβών συνεπειών: 24% των μελετών ή 27% των προγραμμάτων εμφάνισαν αρνητικά αποτελέσματα.
IV. ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι 43 μελέτες που περιέχονται στη βάση δεδομένων της UNESCO και αφορούν προγράμματα CSE, έδειξαν πολύ λίγα στοιχεία που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων, (δηλαδή προστατευτικά αποτελέσματα για τον πληθυσμό-στόχο, 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, χωρίς άλλες αρνητικές επιπτώσεις) σε βασικά ζητήματα σεξουαλικής υγείας ( εγκυμοσύνη, ΣΜΝ, χρήση προφυλακτικών ή αναβολή σεξουαλικής έναρξης).
Αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της CSE στο υποτιθέμενο διπλό όφελος της αύξησης τόσο της αποχής όσο και της χρήσης προφυλακτικών (από τον σεξουαλικά ενεργό μαθητή), εντός του ίδιου εφήβου πληθυσμού, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα. Και το ποσοστό των επιβλαβών επιπτώσεων από τα διεθνή σχολικά προγράμματα CSE φαίνεται να είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό αποτελεσματικότητας του προγράμματος (21% έναντι 11%). Έτσι, ακριβώς οι ίδιες οι μελέτες που χρησιμοποίησε η UNESCO δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των σχολικών προγραμμάτων CSE αυξάνονται και ισχυροποιούνται συνεχώς» ούτε αληθεύει ο ισχυρισμός ότι η CSE «δεν αυξάνει τη σεξουαλική δραστηριότητα, τη συμπεριφορά υψηλού σεξουαλικού κινδύνου ή τα ποσοστά μόλυνσης από ΣΜΝ / HIV.»(14)
Αντίθετα, η βάση δεδομένων της UNESCO καταδεικνύει ότι η επιβολή της συμπεριληπτικής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης- CSE, σε σχολεία εκτός ΗΠΑ, δεν αποτελεί αποτελεσματική στρατηγική δημόσιας υγείας, και ορισμένα προγράμματα μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Παραπομπές από «Μαμά Μπαμπάς κ΄ Παιδιά» σχετικά με την «επιτυχία» της χρήσης των ανδρικών προφυλακτικών.
*Η σωστή χρήση ανδρικών προφυλακτικών και άλλων φραγμών, ..... μπορεί κάθε φορά να μειώσει (αλλά ΟΧΙ να εξαλείψει) τον κίνδυνο σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών (ΣΜΝ), συμπεριλαμβανομένου του ιού της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) και της ιογενούς ηπατίτιδας…. https://www.cdc.gov/condomeffectiveness/index.html
*Η συνεπής και σωστή χρήση του ανδρικού προφυλακτικού μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) και του ιού της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV). Ωστόσο, η χρήση προφυλακτικών ΔΕΝ μπορεί να παρέχει απόλυτη προστασία έναντι οποιουδήποτε ΣΜΝ. Οι πιο αξιόπιστοι τρόποι αποφυγής μετάδοσης ΣΜΝ είναι η αποχή από σεξουαλική δραστηριότητα ή η μακροχρόνια αμοιβαία μονογαμική σχέση με έναν μη μολυσμένο σύντροφο. Επιπλέον πολλά μολυσμένα άτομα μπορεί να μην γνωρίζουν τη μόλυνση τους, επειδή οι ΣΜΝ συχνά δεν είναι συμπτωματικές και δεν αναγνωρίζονται. https://www.cdc.gov/condomeffectiveness/brief.html
* Ποσοστό αποτυχίας του ανδρικού προφυλακτικού ως αντισύλληψη σε τυπική χρήση 13%. https://www.cdc.gov/reproductivehealth/contraception/index.htm?CDC_AA_refVal=https%3A%2F%2Fwww.cdc.gov%2Freproductivehealth%2Funintendedpregnancy%2Fcontraception.htm#Contraceptive-Effectiveness (Αυτό σημαίνει πως από τα 100 άτομα που το χρησιμοποιούν τυπικά για ένα χρόνο, για τα 13 θα είναι σαν να μην το χρησιμοποιούν καθόλου.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Weed, S., Ericksen, I. (2019). Re-examining the Evidence for Comprehensive Sex Education in Schools: Part One – Research Findings in the United States, Updated and Revised. Salt Lake City: The Institute for Research & Evaluation. Retrieved from bit.ly/IREUS Report
2. Προγράμματα που δεν πληρούν αυτά τα πρότυπα ενδέχεται να έχουν κάποιες δυνατότητες, αλλά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την χαρακτηρισμό «αποτελεσματικό». Για πιο λεπτομερή εξήγηση αυτών των κριτηρίων σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, δείτε: Weed, S., Ericksen, I. (2019). Re-examining the Evidence for Comprehensive Sex Education in Schools: Part One – Research Findings in the United States, Updated and Revised. Salt Lake City: The Institute for Research & Evaluation. Ελήφθη από: https://www.institute-research.com/CSEReport/Reexamining_the_Evidence-Pt1-CSE_in_USA_3-20-19FINAL.pdf ; επίσης δείτε: Gottfredson, D. C., Cook, T. D., Gardner, F. E. M., Gorman-Smith, D., Howe, G. W., et al. (2015). Standards of Evidence for Efficacy, Effectiveness, and Scale-up Research in Prevention Science: Next Generation. Prevention Science, 16(7), 893–926.
3. United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization. (2018). International Technical Guidance on Sexuality Education: An Evidence-Informed Approach. Ελήφθη από: http://www.unaids.org/sites/default/files/media_asset/ITGSE_en.pdf , pp.28-29, 129.
4. Σύμφωνα με την Society for Prevention Research, η παρουσία αρνητικών συνεπειών σε σημαντικά ζητήματα, ακόμη και σε ένα πρόγραμμα με κάποια θετικά αποτελέσματα, αναιρεί τον ισχυρισμό του προγράμματος πρόληψης ότι είναι αποτελεσματικό. Δείτε: Gottfredson, et al., 2015, p. 910.
5. United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization. (2018). International Technical Guidance on Sexuality Education: An Evidence-Informed Approach. Ελήφθη από: http://www.unaids.org/sites/default/files/media_asset/ITGSE_en.pdf , p.12, 28.
6. Ibid, pp.28-29.
7. Weed, S., Ericksen, I. (2019). Re-examining the Evidence for Comprehensive Sex Education in Schools: Part One – Research Findings in the United States, Updated and Revised. Salt Lake City: The Institute for Research & Evaluation. Ελήφθη από: bit.ly/IREUS Report
8. United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization. 2018. International Technical Guidance on Sexuality Education: An Evidence-Informed Approach. Ελήφθη από: http://www.unaids.org/sites/default/files/media_asset/ITGSE_en.pdf , p.129.
9. Η δημιουργία προτύπων για επιστημονική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, έχει αναληφθεί από εθνικούς οργανισμούς όπως το The Society for Prevention Research (SPR) και το Blueprints for Healthy Youth Development. Έχει υπάρξει συναίνεση από την SPR’s Standards of Evidence Committee στη δημοσίευσή τους, “Standards of Evidence: Criteria for Efficacy, Effectiveness, and Dissemination” (Flay, B. R., Biglan, A., Boruch, R. F., Castro, F. G., Gottfredson, D. (2005). Standards of Evidence: Criteria for Efficacy, Effectiveness and Dissemination. Prevention Science, 6(3), 151–175), and recently updated (Gottfredson, D. C., Cook, T. D., Gardner, F. E. M., Gorman-Smith, D., Howe, G. W., et. al. (2015). Standards of Evidence for Efficacy, Effectiveness, and Scale-up Research in Prevention Science: Next Generation. Prevention Science, 16 (7), 893–926. doi: 10.1007/s11121-015-0555-x. Ελήφθη από: http://www.preventionresearch.org/wp-content/uploads/2011/12/Standards-of-Evidence_2015.pdf ) Αυτά τα πρότυπα απαιτούν μακροπρόθεσμα και συνεχιζόμενα αποτελέσματα, ενώ λαμβάνουν υπ΄όψιν τα κύρια συμπεράσματα έναντι των αποτελεσμάτων στις υποομάδες, εκτιμούν την υπεροχή των αποδεικτικών στοιχείων - ενώ επιπρόσθετα λαμβάνουν υπ΄όψιν πολλαπλές μελέτες και μελέτες από ανεξάρτητους αξιολογητές καθώς και το αρνητικό αποτέλεσμα που προκαλείται από άσχημες εκβάσεις του προγράμματος στους σημαντικούς στόχους.
10. Τα αρνητικά αποτελέσματα που αναφέρονται εδώ, βρέθηκαν στα δεδομένα ή στους πίνακες με τα αποτελέσματα της μελέτης, αλλά δεν αναφέρονταν πάντοτε στο σκεπτικό της. Έτσι, θα μπορούσαν να χαθούν σε μια επιπόλαιη ανασκόπηση του άρθρου της μελέτης. Δείτε επίσης: Endnote 4 above, and Gottfredson, et al., 2015, p. 910.
11. Μία συνήθως χρησιμοποιούμενη παράμετρος στην αξιολόγηση του προγράμματος CSE είναι η απάντηση όταν ρωτήσουμε τους εφήβους εάν είχαν «σεξ χωρίς προφυλάξεις», όπου η απάντηση «όχι» σημαίνει ότι ο ερωτώμενος έχει χρησιμοποιήσει προφυλακτικό ή κάποια μέθοδο αντισύλληψης ή απείχε. Ένα μειονέκτημα αυτού του μεγέθους είναι ότι δεν προσδιορίζεται σαφώς το πώς επηρεάζεται από το πρόγραμμα η πραγματική συμπεριφορά. Το πρόγραμμα αύξησε την αποχή - παρέχοντας 100% προστασία, ή μείωσε τη συχνότητα του σεξ ή αύξησε τη συχνότητα χρήσης προφυλακτικών - παρέχοντας μερική προστασία από ΣΜΝ; Ο συνδυασμός τέτοιων διαφορετικών συμπεριφορών σε ένα μέτρο πρόληψης καθιστά δύσκολο να προσδιοριστεί ποια είναι πραγματικά η προστατευτική επίδραση του προγράμματος. Για αυτόν τον λόγο, δεν υπολογίσαμε τη μείωση των επαφών χωρίς προστασία ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας του προγράμματος, εάν τα αποτελέσματα της αποχής και της χρήσης προφυλακτικών υπολογίστηκαν ιδιαιτέρως από το πρόγραμμα / μελέτη της CSE. Ένα άλλο συνηθισμένο θέμα είναι το «πρόσφατο σεξ» που συνήθως ορίζεται ως σεξ τους τελευταίους 3 μήνες. Ωστόσο, μια περίοδος 3 μηνών δεν είναι αρκετή για να διαμορφώσει ένα πρότυπο αποχής και δεν θεωρήθηκε εδώ ως μέτρο αποχής. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι η μείωση του «αριθμού των σεξουαλικών συντρόφων» μειώνει τον κίνδυνο μόλυνσης από ΣΜΝ, αλλά εκτός και εάν η μείωση οδηγεί σε μονογαμία, οι έφηβοι εξακολουθούν να διατρέχουν σημαντικό και άγνωστο κίνδυνο, ο οποίος είναι συνάρτηση του αριθμού των συντρόφων με τους οποίους οι σύντροφοί τους έχουν σεξουαλική επαφή.
12. Για παράδειγμα, ένα από τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα των ερευνητικών αποδείξεων της UNESCO είναι η θεμελίωσή τους με βάση ένα μεγάλο σύνολο συστηματικών ανασκοπήσεων ή στατιστικών μεταναλύσεων. Η μεθοδολογία μετανάλυσης μπορεί να είναι επωφελής όταν χρησιμοποιείται για τη μελέτη μιας θεραπείας που είναι ομοιόμορφη ή ομοιογενής, όπως ένας νέο θεραπευτικό σχήμα αντιβιοτικών φαρμάκων. Ωστόσο, στις μελέτες που ανέφερε η UNESCO ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας της CSE είναι συνηθισμένα δύο κλασικά προβλήματα μετανάλυσης : 1) μεταβλητότητα στον τύπο προγραμμάτων ή αντιμετώπισης που συνδυάζονται, και 2) μεταβλητότητα μεταξύ των ατομικών στατιστικών αποτελεσμάτων στο σύνολο των συνδυασμένων μελετών. Η μελέτη μετανάλυσης από τους Oringanje, et al., 2009, που αναφέρεται από την UNESCO, 2018 ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας της CSE , απεικονίζει και τα δύο αυτά προβλήματα. Σε αυτήν τη μεταανάλυση, τα στατιστικά αποτελέσματα πέντε μελετών προγραμμάτων σεξουαλικής εκπαίδευσης συνδυάστηκαν για να δώσουν μια στατιστικά σημαντική θετική επίδραση στη συχνότητα εγκυμοσύνης των εφήβων, έδειξαν μείωση κατά 50%. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα, οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι «Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πολλαπλές παρεμβάσεις (που συνδυάζουν) εκπαιδευτικές και αντισυλληπτικές (πληροφορίες) μείωσαν το ποσοστό ακούσιας εγκυμοσύνης μεταξύ των εφήβων» (σελ. 3). Ωστόσο, από την εξέταση των λεπτομερειών αυτών των πέντε μελετών (σελ. 65,72) αποκαλύπτεται ότι μόνο μία μελέτη παρήγαγε στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα (μείωση κατά 80%) και το σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της τελευταίας μελέτης φαίνεται να δημιουργεί το μεγαλύτερο όφελος, της στατιστικά σημαντικής επίδρασης που διαπιστώνεται από τη μετανάλυση και αναφέρεται ως απόδειξη ότι τα προγράμματα CSE μειώνουν την εγκυμοσύνη των εφήβων. Δυστυχώς, το πρόγραμμα που αξιολογήθηκε από αυτήν τη μελέτη (TeenSTAR, βλέπε Cabezon, 2005) ήταν μια παρέμβαση με μοναδικό στόχο την αποχή, που δεν δίδαξε ούτε προωθούσε τη χρήση αντισυλληπτικών. Έτσι, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται ως απόδειξη της επιτυχίας της CSE φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα ενός προγράμματος αποκλειστικά για αποχή.
13. Είναι: Accompanying the Future, Relative Risk Information Campaign, and Peer-led HIV/AIDS Prevention—see Table 2.
14. United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization. (2018). International Technical Guidance on Sexuality Education: An Evidence-Informed Approach, pp.28-29.
Πηγή: https://www.comprehensivesexualityeducation.org/wp-content/uploads/Intl_Report060119.pdf