Μια κριτική θεώρηση των προγραμμάτων από το «American College of Pediatricians» – Σεπτέμβριος 2018
Περίληψη:
Τα Συμπεριληπτικά (Ολοκληρωμένα) Σχολικά Προγράμματα Σεξουαλικής Αγωγής, (CSE) επιδιώκουν να εκπληρώσουν ένα δευτερεύοντα στόχο για τη δημόσια υγεία, τη Μείωση του Κινδύνου. Τα CSE προγράμματα στα σχολεία της Αμερικής δεν έχουν δείξει μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα ως προς την αύξηση της σεξουαλικής αποχής και της εγκράτειας στους εφήβους, ούτε έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν μακροπρόθεσμα την χρήση του προφυλακτικού ούτε και τη χρήση των αντισυλληπτικών μεταξύ των σεξουαλικά ενεργών νέων. Αντιθέτως τα σχολικά προγράμματα Αποφυγής του Σεξουαλικού Κινδύνου (SRA), τα οποία είναι παραδοσιακά γνωστά και ως Εκπαίδευση των μαθητών στην Αποχή και την Εγκράτεια, επικεντρώνονται στον πρωταρχικό στόχο της δημόσιας υγείας, την Πρόληψη του Κινδύνου και έχοντας αυτό το στόχο, επιδιώκουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο υγείας για όλους τους μαθητές. Τα προγράμματα Εγκράτειας (SRA), όπου εφαρμόζονται στα σχολεία έχουν αποδειχθεί ότι καθυστερούν σημαντικά την έναρξη του σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ των εφήβων χωρίς να μειώνεται η χρήση προφυλακτικών μεταξύ εκείνων που έχουν ήδη αρχίσει τη σεξουαλική δραστηριότητα. Το Αμερικανικό Κολλέγιο Παιδιάτρων συνιστά επομένως την υιοθέτηση προγραμμάτων αποφυγής σεξουαλικού κινδύνου (SRA) από όλα τα σχολεία, αντί των προγραμμάτων που περιγράφονται ως Συμπεριληπτική–Ολοκληρωμένη Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση (CSE).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα δεδομένα σχετικά με τις επικίνδυνες νεανικές συμπεριφορές, όπως δημοσιεύθηκαν στις αρχές του 2018 από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), δείχνουν ότι από το 2005 έως το 2015 σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού των μαθητών Λυκείου που είχαν ποτέ σεξουαλική επαφή. Αυτή η παρατήρηση ήταν ιδιαίτερα εμφανής στα παιδιά μεταξύ της Γ΄ Γυμνασίου και Α΄ Λυκείου και μάλιστα συχνότερα μεταξύ των μαύρων μαθητών. Αν και αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να αποδοθούν σε κάποια συγκεκριμένη παρέμβαση, αναμφισβήτητα δείχνουν μια θετική τάση, και αποδεικνύουν ότι, παρά το γεγονός ότι οι νέοι ζουν σε μια ολοένα και πιο σεξουαλικοποιημένη κουλτούρα, είναι ικανοί να επιτύχουν την σεξουαλική αποχή.(1)
Ως παιδίατροι φροντίζουμε χιλιάδες νέους μέσα από την άσκηση της ιατρικής πρακτικής μας. Βλέπουμε τα οφέλη της σεξουαλικής αποχής των παιδιών αλλά και τα βάσανα που προκαλούνται από την σεξουαλική δραστηριότητα των εφήβων. Εκτός από τις σημαντικά πιο υγιεινές επιλογές ζωής σε σχέση με τους σεξουαλικά ενεργούς συνομηλίκους τους, (2), οι σεξουαλικά εγκρατείς νέοι προφυλάγονται και από τις αντικειμενικά δυσμενείς σωματικές, συναισθηματικές και κοινωνικές συνέπειες της πρόωρης σεξουαλικής δραστηριότητας.
Αυτά τα αρνητικά αποτελέσματα περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στα παρακάτω:
- Την εφηβική εγκυμοσύνη, τις γεννήσεις εκτός γάμου και τις αμβλώσεις (3)
- Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) και την υπογονιμότητα (4)
- Τη σεξουαλική βία (5)
- Το άγχος και τη κατάθλιψη των εφήβων (6,7)
- Την εφηβική αυτοκτονία (6,7)
- Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά που ζούνε στη φτώχεια (8)
- Την υποβάθμιση της πυρηνικής οικογένειας (9)
Στις 28 Αυγούστου 2018, το CDC δημοσίευσε στοιχεία τα οποία αποκάλυψαν απότομη και συνεχή αύξηση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) για τέταρτη συνεχή χρονιά. (10) Ανταποκρινόμενος σε αυτό, ο David Harvey, εκτελεστικός διευθυντής του Εθνικού Συνασπισμού Διευθυντών για τα ΣΜΝ δήλωσε: «Είμαστε στην μέση μιας ολοκληρωτικής κρίσης δημόσιας υγείας στα ΣΜΝ στη χώρα αυτή».(10) Σχεδόν 2,3 εκατομμύρια περιπτώσεις που αφορούσαν χλαμύδια, γονόρροια και σύφιλη, εντοπίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2017, υπερβαίνοντας το ανώτατο όριο του προηγουμένου έτους κατά περισσότερες από 200.000 περιπτώσεις. Συγκρίνοντας τα δεδομένα από το 2013 έως το 2017, το CDC διαπίστωσε ότι τα χλαμύδια παραμένουν τα πιο κοινά ΣΜΝ, ενώ το 45% των πάνω από 1,7 εκατομμυρίων περιπτώσεων αφορούσε κορίτσια ηλικίας 15 έως 24 ετών.
Η γονόρροια αυξήθηκε κατά 67% κατά την ίδια χρονική περίοδο, ενώ ο αριθμός των στελεχών που είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Ομοίως, τα περιστατικά της πρωτοπαθούς και δευτερογενούς σύφιλης, που είναι τα πλέον μολυσματικά στάδια της νόσου, αυξήθηκαν κατά 76%. Οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι καθώς και άλλοι άνδρες που έχουν σεξουαλική επαφή με άνδρες (Men who have sex with Men, MSM) αποτελούν σχεδόν το 70% αυτών των περιπτώσεων.
Από τα 20 εκατομμύρια νέων ΣΜΝ που αναφέρονται ετησίως, περίπου το ήμισυ εμφανίζεται μεταξύ των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών.(10) Αυτή η ηλικιακή ομάδα διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθεί με μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη (ΣΜΝ) σε σχέση με πιο μεγάλους ενήλικες. Η ευαισθησία αυτή αποδίδεται στη γενική πρακτική των νέων να έχουν πολλαπλούς και πιο «τολμηρούς» σεξουαλικούς συντρόφους αλλά και στην ανωριμότητα του τραχηλικού ιστού των κοριτσιών και των νεαρών γυναικών κάτω των 21 ετών. (11,12) Τα χλαμύδια, η γονόρροια και η σύφιλη είναι ως επί το πλείστον ακόμα θεραπεύσιμα με τα αντιβιοτικά, αλλά σε πολλές περιπτώσεις εξ αυτών δεν τίθεται διάγνωση ( σημ: διότι δεν αξιολογούνται τα συμπτώματα) και για το λόγο αυτό παραμένουν αθεράπευτες.
Η έλλειψη θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε στειρότητα, έκτοπη εγκυμοσύνη και γέννηση νεκρού εμβρύου. Συχνά οι νέοι προσβάλλονται από αυτά τα νοσήματα διαδοχικά ή ταυτοχρόνως, ενώ αυτή η αχαλίνωτη σεξουαλική συμπεριφορά, τους καθιστά επιρρεπείς στον κίνδυνο να προσβληθούν (και να μεταδώσουν) επιπρόσθετα τόσο την Ηπατίτιδα C όσο και τον HIV. (10). Μελέτες υποδεικνύουν ότι μια ποικιλία παραγόντων μπορεί να συμβάλει στην εξάπλωση των ΣΜΝ, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων όπως η φτώχεια, η περιθωριοποίηση, οι διακρίσεις και η χρήση ναρκωτικών.
Με δεδομένα τα παραπάνω, δικαιούμαστε λογικά να ρωτήσουμε σχετικά με τη νεολαία μας: «Μετά από σαράντα χρόνια προώθησης της «Ολοκληρωμένης Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης» στα Αμερικανικά σχολεία, γιατί τα ΣΜΝ είναι σε επίπεδα επιδημίας μεταξύ των εφήβων και συνεχίζουν να αυξάνονται;
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Τα μοντέλα δημόσιας υγείας που στοχεύουν να αντιμετωπίσουν τις συμπεριφορές υψηλού κινδύνου για την υγεία, υπογραμμίζουν πρωτίστως την ανάγκη για την βέλτιστη προαγωγή της υγείας και την πρόληψη των ασθενειών. Ο στόχος αυτής της πρώτης αρχής δημόσιας υγείας είναι να κατευθύνει το στοχευόμενο κοινό προς τα καλύτερα αποτελέσματα υγείας, μέσω μιας προσέγγισης αποφυγής κινδύνου ή πρωτογενούς πρόληψης. Η στρατηγική της Αποφυγής Κινδύνου είναι μια προσέγγιση σε επίπεδο γενικού πληθυσμού, η οποία δίνει τα σωστά μηνύματα υγείας σε όσους περισσότερους γίνεται και με τρόπο που να προσεγγίζει τις ποικίλες υποομάδες του γενικού πληθυσμού. Επιδιώκει να επηρεάσει θετικά την ατομική λήψη αποφάσεων, καθώς και να ενημερώσει τη συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα υγείας ή ασφάλειας. Οι στόχοι της πρωτογενούς πρόληψης είναι να ενθαρρύνουν τα άτομα να αποφύγουν κάθε κίνδυνο μη συμμετέχοντας στη συμπεριφορά υψηλού κινδύνου, και αν τα άτομα έχουν ήδη εμπλακεί σε επικίνδυνη συμπεριφορά, να τα ενθαρρύνουν να σταματήσουν και να επιστρέψουν σε συμπεριφορά που δεν προκαλεί κίνδυνο. Κοινά παραδείγματα της προσέγγισης για την αποφυγή κινδύνου περιλαμβάνουν εκστρατείες για την πρόληψη της κατανάλωσης αλκοόλ από ανηλίκους, της παράνομης χρήσης ναρκωτικών, του καπνίσματος και της βίας. Αυτή είναι η φιλοσοφία της εκπαίδευσης για την αποφυγή του σεξουαλικού κινδύνου (SRA), παραδοσιακά γνωστής ως εκπαίδευση στην εγκράτειας η οποία υποστηρίζεται από την ακόλουθη δήλωση του CDC:
Η αποχή από την κολπική, πρωκτική και στοματική επαφή είναι ο μόνος 100% αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη του ιού HIV, των άλλων ΣΜΝ και της εγκυμοσύνης. Η σωστή και συνεπής χρήση ανδρικών προφυλακτικών μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μετάδοσης ΣΜΝ , συμπεριλαμβανομένης της λοίμωξης από HIV. Ωστόσο, καμία μέθοδος προστασίας δεν είναι 100% αποτελεσματική και η χρήση προφυλακτικού δεν μπορεί να εγγυηθεί απόλυτη προστασία από οποιοδήποτε ΣΜΝ ή από εγκυμοσύνη.(13)
Μια δευτερογενής αρχή της δημόσιας υγείας είναι γνωστή ως μείωση του κινδύνου (Risk Reduction). Αυτή η δεύτερης γραμμής στρατηγική εφαρμόζεται γενικά σε πιο στενό πληθυσμό. Ο στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να μειωθεί ο κίνδυνος βλάβης για όσους συμμετέχουν ενεργά στη συμπεριφορά υψηλού κινδύνου, ενώ εξακολουθούν να τους ενθαρρύνουν να επιστρέψουν στη συμπεριφορά χωρίς κίνδυνο. Ένα παράδειγμα είναι τα προγράμματα παροχής συρίγγων και βελονών που στοχεύουν στους τοξικομανείς χρήστες ενδοφλεβίων ουσιών .
Η Ολοκληρωμένη Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση (CSE) αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των στρατηγικών τόσο για την αποφυγή του σεξουαλικού κινδύνου (SRA) όσο και των στρατηγικών για τη μείωση του σεξουαλικού κινδύνου (SRR) στο ίδιο πρόγραμμα σπουδών και στην ίδια ομάδα νέων, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πλήρους φάσματος εφήβων. Με άλλα λόγια, το (CSE) βασίζεται σε μια υποθετική διπλή προσέγγιση: ταυτόχρονα και ενώ απευθύνονται στον ίδιο πληθυσμό νεολαίας προσπαθούν να αυξήσουν την εγκράτεια, αλλά για εκείνους τους εφήβους που δεν είναι διατεθειμένοι να εγκρατευτούν, προωθούν την συμμόρφωση στην αντισύλληψη και τη χρήση προφυλακτικών
Ωστόσο, ενώ η προώθηση της σεξουαλικής αποχής ήταν αρχικά ένας στόχος για τα προγράμματα CSE , η σημασία και η προσοχή που τυγχάνει σήμερα στα συγκεκριμένα προγράμματα (CSE) ποικίλλει ευρέως. Στη πράξη δίδεται ελάχιστη έμφαση στην εγκράτεια ή η αποχή μπορεί να οριστεί πολύ στενά, όπως απλώς η αναβολή της κολπικής επαφής, αλλά με επιτρεπόμενες άλλες μορφές επαφής με τα γεννητικά όργανα. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα προγράμματα σπουδών της CSE βασίζονται στη προϋπόθεση ότι η σεξουαλική δραστηριότητα για τους εφήβους είναι μια φυσιολογική και ηθικά αποδεκτή συμπεριφορά, εφόσον είναι «συναινετική» και «προστατευόμενη». Επίσης ότι η συμμετοχή στη σεξουαλική δραστηριότητα είναι αναπόφευκτη για τους έφηβους και ότι από τη στιγμή που άρχισαν τη σεξουαλική δραστηριότητα, δεν μπορούν να αλλάξουν αυτή τη συμπεριφορά. Συνεπώς, η βασική φιλοσοφία της CSE είναι ότι η αποφυγή κινδύνου δεν είναι εφικτή και το καλύτερο που μπορεί κανείς να κάνει για να βοηθήσει τη νεολαία μας είναι να μειώσει τον κίνδυνο με την προώθηση υπηρεσιών και της εκπαίδευσης στην αντισύλληψη.
Λιγότερο εμφανής αλλά συμπεριλαμβανόμενη στην ιδεολογία της CSE είναι η ιδέα ότι οι νέοι πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από σεξουαλικές αναστολές, ξεπερασμένους ηθικούς περιορισμούς και οι έφηβοι θα πρέπει να παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις τους σχετικά με το πότε θα είναι έτοιμοι για σεξουαλικές σχέσεις. Οι έφηβοι πρέπει να είναι ελεύθεροι να απολαμβάνουν τη σεξουαλική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, το 1988, η Debra Haffner, τότε εκτελεστική διευθύντρια του Συμβουλίου Πληροφοριών και Εκπαίδευσης για την Σεξουαλικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών (SIECUS), έγραψε στην έκθεσή της ότι οι έφηβοι πρέπει να «εξερευνήσουν το πλήρες φάσμα της ασφαλούς σεξουαλικής συμπεριφοράς» και πρότεινε ότι «ένας μερικός κατάλογος ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών για εφήβους θα μπορούσε να περιλαμβάνει την συνομιλία, το φλερτ, το χορό, την αγκαλιά, τα χάδια, το μασάζ, τα χάδια, το γδύσιμο του ενός από τον άλλον, τον αυνανισμό, και τον αμοιβαίο αυνανισμό».(14) Δεν περιλαμβάνουν αυτές τις προτάσειςι όλα τα προγράμματα CSE, αλλά πολλά το κάνουν.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
Πολλοί «συνήγοροι» της νεολαίας υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση των CSE προγραμμάτων για την πρόληψη είναι "βασισμένη σε αποδεικτικά στοιχεία" και έχει φανεί αποτελεσματική, αλλά όταν η CSE στα σχολικά προγράμματα αξιολογείται με κριτήρια κοινής λογικής, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν φαίνονται να υποστηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς.
Έχει πρόσφατα δημοσιευθεί μια επιστημονική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των CSE προγραμμάτων όπως εφαρμόστηκαν στα σχολεία της Αμερικής στα τελευταία 25 χρόνια. Οι συγγραφείς ανασκόπησαν εξήντα αυστηρές μελέτες 40 σχολικών προγραμμάτων CSE. Οι μελέτες εξετάστηκαν από έγκριτους επιστήμονες ώστε η επιλογή τους να γίνει με βάση την ποιότητα της έρευνας, είτε από το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών,Department of Health and Human Services (HHS), ή τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση την Επιστήμη και τον Πολιτισμό, United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization (UNESCO) ή το CDC. Ο ισχυρισμός για αυτά τα προγράμματα CSE ήταν ότι "μειώνουν τις εγκυμοσύνες, τα ΣΜΝ και τις σχετιζόμενες σεξουαλικές συμπεριφορές".
Ο τομέας της έρευνας που αφορά την πρόληψη θεωρεί ότι μια παρέμβαση είναι αποτελεσματική όταν διαμορφώνει σταθερές αλλαγές μετά το πρόγραμμα, σε δείκτες προστασίας που αφορούν τον κύριο πληθυσμό για τον οποίο προοριζόταν η παρέμβαση.
Όταν οι αξιολογητές εφάρμοσαν αυτό το κριτήριο αξιολόγησης για τα υπό έλεγχο προγράμματα CSE , βρήκαν πολύ περισσότερες αποδείξεις για την αποτυχία τους παρά για επιτυχία: (15)
- Εφηβική Εγκυμοσύνη: Μόνο ένα από τα 40 σχολικά προγράμματα που αξιολογήθηκαν από τις 60 μελέτες, ανέφερε μείωση της εφηβικής εγκυμοσύνης, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα αυτό δεν κράτησε πέρα από το τέλος του προγράμματος. Μια μετέπειτα μελέτη σε διαφορετική περιοχή βρήκε πως το ίδιο πρόγραμμα αύξησε στη πραγματικότητα τα ποσοστά εγκυμοσύνης.
- Πρόληψη ΣΜΝ: Καμία από τις μελέτες της CSE στο σχολείο δεν κατέδειξε μείωση των εφηβικών ΣΜΝ, στην πραγματικότητα, μόνο δύο από αυτές κατέγραψαν τα ΣΜΝ νοσήματα.
- Εγκράτεια από τους εφήβους: Παρόλο που τέσσερες στις 60 μελέτες που βασίστηκαν στα σχολικά προγράμματα έδειξαν 12μηνη αύξηση στην εγκράτεια στους εφήβους (12), άλλες μελέτες για τα ίδια προγράμματα δεν έδειξαν θετικές συνέπειες, ενώ μία έδειξε και αρνητικές επιπτώσεις.
- Συνεπής Χρήση Προφυλακτικού: Κανένα από τα σχολικά προγράμματα CSE δεν ήταν αποτελεσματικό στο να αυξήσει τη συνεπή χρήση προφυλακτικών από τους εφήβους (η συνεπής χρήση θεωρείται απαραίτητη για την παροχή ουσιαστικής προστασίας από τα ΣΜΝ). Αν και ένα πρόγραμμα ανέφερε αύξηση για 12 μήνες μετά το πρόγραμμα, μια επόμενη ανάλογη μελέτη που διεξήχθη από ανεξάρτητους αξιολογητές - όχι από εκείνους που διαμόρφωσαν το πρόγραμμα - διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα αυτό στη πραγματικότητα αύξησε την εφηβική επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά.
- Ο Επιδιωκόμενος Διπλός Στόχος της CSE: Κανένα από τα σχολικά προγράμματα CSE δεν έδειξε επιτυχία στην επίτευξη του υποτιθέμενου διπλού οφέλους της «συμπεριληπτικής» στρατηγικής, δηλαδή στο να αυξήσει και τα δύο συγχρόνως, τόσο την εγκράτεια όσο και τη χρήση προφυλακτικών στον ίδιο πληθυσμό εφήβων. Κανένα πρόγραμμα δεν έδωσε σταθερά αποτελέσματα πάνω και στους δύο αυτούς στόχους, όταν έγινε αξιολόγηση ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Έτσι, το κεντρικό επιχείρημα της CSE και συγχρόνως το υποτιθέμενο πλεονέκτημά της έναντι των προγραμμάτων αποφυγής του σεξουαλικού κινδύνου (SRA), δεν έχει επιβεβαιωθεί στις σχολικές καταγραφές, που είναι και ο πιο συνηθισμένος χώρος εφαρμογής της CSE στις Η.Π.Α.
- Αρνητικά αποτελέσματα: Στα 5 από τα 40 σχολικά προγράμματα CSE, που αξιολόγησαν αυτές οι 60 μελέτες, προεκλήθησαν σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα (π.χ. αύξηση στην έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας, πρόσφατο σεξ, στοματικό σεξ, εγκυμοσύνη ή μειωμένη χρήση αντισυλληπτικών) για τον πληθυσμό που στοχεύουν ή μια σημαντική υποομάδα εφήβων.
Ενώ οι εφηβικές εγκυμοσύνες, οι γεννήσεις και τα ποσοστά έκτρωσης έχουν μειωθεί σε σχέση με το 1990 (σε αντίθεση με τα ποσοστά ΣΜΝ), εξακολουθούν να είναι τα υψηλότερα στον βιομηχανοποιημένο κόσμο. Οι φυλετικές ανισότητες που υπήρχαν στα ποσοστά σεξουαλικής δραστηριότητας μειώνονται, με την πτώση των ποσοστών μεταξύ των μαύρων, των Ισπανόφωνων και των νεότερων λευκών εφήβων, αλλά όχι μεταξύ των μεγαλυτέρων λευκών εφήβων.(16) Αυτά τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν ότι αυτή η πτώση δεν είναι αποτέλεσμα των προγραμμάτων CSE στα Αμερικανικά Σχολεία- ούτε και εκείνων που ανήκουν στα Ομοσπονδιακά προγράμματα Πρόληψης Εφηβικής Εγκυμοσύνης, που περιλαμβάνονται στην κατηγορία των «υποστηριζόμενων από αποδείξεις».
ΠΙΘΑΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ CSE ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Με λίγα λόγια, η Συμπεριληπτική-Ολοκληρωμένη Σεξουαλική Εκπαίδευση (CSE) δεν είναι καθόλου Ολοκληρωμένη και Περιεκτική. Αντ' αυτού, η CSE επικεντρώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε δεξιότητες που βοηθούν τους εφήβους να περιορίσουν τις φυσικές συνέπειες της σεξ. δραστηριότητας μέσω της χρήσης της αντισύλληψης. Συνεπώς, μια ακριβέστερη περιγραφή των προγραμμάτων σπουδών CSE είναι να ονομάζονται προγράμματα σπουδών για τη μείωση του σεξουαλικού κινδύνου (Sexual Risk Reduction – SRR) ). Αυτό ωστόσο το μοντέλο μείωσης του σεξουαλικού κινδύνου που προωθείται στο σχολείο, διαφέρει σημαντικά από άλλες εκστρατείες μείωσης του κινδύνου με τους ακόλουθους τρόπους: (17)
- Το σχολικό μοντέλο SRR (CSE) στοχεύει στον γενικό πληθυσμό εφήβων, αντί να κάνει μεμονωμένη παρέμβαση προς εκείνους που πραγματικά έχουν εμπλακεί με την επικίνδυνη συμπεριφορά. Πρόκειται για μια σημαντική διαφορά από τα τυπικά μοντέλα μείωσης κινδύνου. Ενώ η προσέγγιση για μείωση του σεξουαλικού κινδύνου θα πρέπει να επικεντρώνεται στους εφήβους του σχολείου οι οποίοι είναι ήδη σεξουαλικά ενεργοί, εδώ εφαρμόζεται στον ευρύτερο πληθυσμό εφήβων. Αυτό στέλνει το ψευδές μήνυμα ότι «έτσι κάνουν όλοι», το οποίο έχει αρνητική συνέπεια πως καθιστά φυσιολογική στη συνείδηση των εφήβων την σεξουαλική δραστηριότητα, ως ένα αναμενόμενο πρότυπο για όλους τους μαθητές.
- Το μοντέλο CSE που διδάσκεται στο σχολείο δεν επιδιώκει να μετακινήσει τα άτομα που έχουν σεξουαλική δραστηριότητα προς τη νέα επιλογή συμπεριφοράς για αποφυγή κινδύνου δηλαδή την εγκράτεια , όπως συμβαίνει με άλλα προγράμματα αποφυγής κινδύνου.
- Το μοντέλο CSE που διδάσκεται στο σχολείο θεωρείται επιτυχημένο ακόμα και όταν οι έφηβοι εξακολουθούν να συμμετέχουν σε συμπεριφορές που τους θέτουν σε σημαντικό κίνδυνο.
- Οι εντυπωσιακές πρακτικές επιδείξεις και τα θέματα που παρουσιάζονται στο σχολικό πρόγραμμα CSE δημιουργούν πρότυπα συμπεριφοράς που μπορούν εύκολα να προκαλέσουν τους σεξουαλικά άπειρους έφηβους ώστε να υπάρξει μετάβασή τους στη σεξουαλική δραστηριότητα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΑΠΟΦΥΓΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (SRΑ), Η ΑΛΛΙΩΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΩΘΟΥΝ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ.
Η ανασκόπηση που προαναφέρθηκε εξέτασε επίσης 18 μελέτες που αφορούσαν 16 σχολικά προγράμματα Αποφυγής Σεξουαλικού Κινδύνου (SRA) με βάση τα ίδια κριτήρια αξιοπιστίας.(15). Αυτές οι 18 μελέτες προέρχονται από την ίδια βάση δεδομένων που εξετάστηκε από τους ειδικούς που εξέτασαν τα προγράμματα CSE. Δεδομένου πως βρισκόταν στο προσκήνιο για μικρότερο χρονικό διάστημα και έλαβαν περίπου το ένα δέκατο της χρηματοδότησης για υλοποίηση και αξιολόγηση τους ως προγράμματα CSE, δημιουργήθηκε μια μικρότερη βάση δεδομένων για τα προγράμματα Αποφυγής του Σεξουαλικού Κινδύνου (SRA)-Εγκράτειας, προκειμένου να εξάγουμε συμπεράσματα.
Εντούτοις, και μέσα στο πλαίσιο των περιορισμένων διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με την Αποφυγή του Σεξουαλικού Κινδύνου (SRA) προέκυψαν με βάση τα ευρήματα της έρευνας δύο τάσεις :
- Φαίνεται ότι υπάρχουν κάπως θετικότερα στοιχεία για τα προγράμματα αποφυγής σε αυτή τη βάση δεδομένων για να καταφέρει την αποχή ένας έφηβος με σε σχέση με τα ολοκληρωμένα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα τρία σχολικά προγράμματα CSE (σε τέσσερις μελέτες) έδειξαν διαρκή 12μηνη σταθερή επίδραση στην αποχή των εφήβων (και καθυστερημένη έναρξη δραστηριότητας), αλλά πολλαπλές μελέτες αναπαραγωγής της μελέτης (12 συνολικά) έδειξαν μηδενικά ή αρνητικά αποτελέσματα τα οποία φαίνονται να ανατρέπουν τα αρχικά θετικά ευρήματα για τα τρία αυτά προγράμματα. Αντιστρόφως, μεταξύ των 18 σχολικών μελετών αποφυγής κινδύνου (SRA), που ήταν ικανοποιητικά ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτή τη βάση δεδομένων, επτά προγράμματα (σε επτά μελέτες) έδειξαν σοβαρά αποτελέσματα στην αποχή από τον έφηβο τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.(14) Πέντε από τις επτά μελέτες έγιναν από ανεξάρτητους αξιολογητές. Θα πρέπει να γίνουν περισσότερες μελέτες αναπαραγωγής ώστε να επαληθευτούν τα αρχικά θετικά αποτελέσματα αυτών των επτά μελετών.
- Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπήρχαν ισχυρά στοιχεία σε αυτή τη βάση δεδομένων που έρχονται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των κριτικών ότι η SRA προκαλεί βλάβη μειώνοντας τη χρήση προφυλακτικών από σεξουαλικά δραστήριους εφήβους. Από τις εννέα αυστηρές μελέτες προγραμμάτων SRA που είχαν ως εκτιμώμενο αποτέλεσμα τη χρήση του προφυλακτικού, οκτώ δεν βρήκαν σημαντικές επιδράσεις και η μία εμφάνισε σημαντική βελτίωση σε διάστημα 12 μηνών.(14) Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο στοιχείο ότι τα προγράμματα SRA δεν προκαλούν βλάβη γενόμενα αιτία οι σεξουαλικά ενεργοί έφηβοι να μειώσουν τη χρήση προφυλακτικών.
Δεν είναι απαραίτητο βέβαια να είναι όλα τα προγράμματα σπουδών SRA αποτελεσματικά. Όπως συμβαίνει με όλες τις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, μόνο τα εκπαιδευτικά προγράμματα αποφυγής κινδύνου SRA που είναι καλά σχεδιασμένα και καλά υλοποιημένα θα είναι αποτελεσματικά. Υπάρχουν σημαντικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τα επιτυχημένα προγράμματα Εγκράτειας (SRA). Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν τα κάτωθι: Ιατρική Ακρίβεια, κατάλληλη ηλικία, σαφήνεια μηνυμάτων, εστίαση στη μεθοδολογία για καλύτερη αντίληψη του μηνύματος, προσοχή στον κομιστή του μηνύματος, διδασκαλία με χρήση πολλαπλών μέσων, επαρκής δοσολογία προγράμματος, πρόγραμμα υψηλής ποιότητας, αυστηρή αξιολόγηση του αποτελέσματος, πολιτισμική προσαρμογή, συνεργασία των γονέων , καθώς και εκτίμηση των επιπτώσεων στα κοινωνικά πρότυπα.(15). Μια συλλογή από τεκμηριωμένα και υποσχόμενα προγράμματα SRA δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την Ascend, πρώην την Εθνική Ένωση Εκπαίδευσης στην Αποχή. Διατίθενται στη διεύθυνση https://weascend.org/resources/.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ SRA-ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΟΛΙΣΤΙΚΟ
Η εκπαίδευση τύπου SRA βασίζεται στην αρχή ότι όλες οι εκτός γάμου εφηβικές σεξουαλικές δραστηριότητες αποτελούν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, λόγω των πολλαπλών πιθανών συνεπειών από την προσέγγιση πολλαπλών σεξουαλικών συντρόφων και λόγω της πρώιμης έναρξης σεξουαλικής δραστηριότητας. Σε αντίθεση με τα ολιστικά προγράμματα τα προγράμματα SRA διδάσκουν ότι η αποχή δεν είναι απλά άλλη μια "επιλογή" όπως είναι τα προφυλακτικά και η αντισύλληψη. Είναι ο βέλτιστος υγιής τρόπος ζωής για τους εφήβους. Η εκπαίδευση SRA διδάσκει στους έφηβους ότι είναι φυσιολογικό να είναι κάποιος περίεργος για το σεξ, αλλά το υγιέστερο και πιο ικανοποιητικό πλαίσιο για τη σεξουαλική οικειότητα και ικανοποίηση δημιουργείται μέσα στον γάμο. Ως εκ τούτου, το επίκεντρο ενός προγράμματος SRA είναι να διδάξει τα οφέλη της επιλογής να καθυστερήσει ο έφηβος τη σεξουαλική του δραστηριότητα μέχρι το γάμο και να δώσει δυναμισμό στους εφήβους ώστε να επιτύχουν αυτό το στόχο.(17)
Η εκπαίδευση τύπου SRA–Εγκράτειας επιτυγχάνει το στόχο της αποκαλύπτοντας στους μαθητές ότι υπάρχουν σωματικές, συναισθηματικές, ψυχικές, κοινωνικές και ηθικές συνέπειες από τις σεξουαλικές επιλογές.
Τα σχολικά προγράμματα CSE αντιθέτως, επικεντρώνονται κυρίως στις ενδεχόμενες σωματικές συνέπειες και δεν μιλούν για την ολιστική φύση των σχέσεων.
Επομένως, το τυπικό πρόγραμμα Εγκράτειας καλύπτει τα ακόλουθα θέματα: (17)
- Ορισμός των στόχων και μελλοντικός προσανατολισμός.
- Υγιής λήψη αποφάσεων.
- Δόμηση προσωπικών ικανοτήτων και αποφυγή της αρνητικής επίδρασης των συμμαθητών.
- Ομαδοποίηση των πιθανών κινδύνων και η επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
- Αναγνωρίζοντας τις υγιείς και νοσηρές διαπροσωπικές σχέσεις.
- Πώς μπορεί ο έφηβος να αποτρέψει και να απαντήσει σε μια βίαιη διαπροσωπική σχέση.
- Ικανότητες αντίστασης και οριοθέτηση.
- Αύξηση της προσωπικής αποτελεσματικότητας και της δυνατότητας αυτοδιαχείρισης.
- Δυνατότητα αντιστροφής της συμπεριφοράς υψηλού κινδύνου.
- Ανθρώπινη ανάπτυξη: εφηβεία, αναπαραγωγική ανατομία.
- Η Εγκυμοσύνη, τα Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα Νοσήματα και οι κίνδυνοι από αυτά.
- Προφυλακτικά και αντισύλληψη: μέθοδοι, αποτελεσματικότητα και περιορισμοί.
Σύμφωνα με έρευνα που αφορούσε τους γονείς από την Pulse Opinion Research, το 80% των γονέων υποστηρίζει αυτή τη θεματολογία των προγραμμάτων Εγκράτειας-SRA,(17) ενώ το 85% πιστεύουν ότι όλοι οι νέοι, συμπεριλαμβανομένων και των ομοφυλοφίλων επωφελούνται από δεξιότητες που τους βοηθούν να επιλέξουν την εγκράτεια. Η εκπαίδευση των SRA προγραμμάτων διακρίνεται επίσης στο ότι ενθαρρύνει την επικοινωνία μεταξύ γονέων και εφήβων. Παρέχουν το πλαίσιο για άνετες και ενημερωτικές συνομιλίες σχετικά με τη σεξουαλικότητα και τις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών. Με αυτόν τον τρόπο, οι γονείς εξουσιοδοτούνται να είναι οι κύριοι εκπαιδευτικές της σεξουαλικής ζωής των παιδιών τους. Αυτό βασίζεται όχι μόνο στον σεβασμό των γονεϊκών δικαιωμάτων αλλά και στην έρευνα των κοινωνικών επιστημών που βρίσκει πως η γνωστοποίηση των προσδοκιών εκ μέρους των γονέων είναι ένας από τους πιο προστατευτικούς παράγοντες κατά του πρώιμου σεξουαλικού ντεμπούτου.(18,19) Τα προγράμματα CSE, αντίθετα, συχνά διδάσκουν τους εφήβους πώς να έχουν πρόσβαση στα προφυλακτικά, την αντισύλληψη και / ή άμβλωση χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων ή κηδεμόνων.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ.
Εκτός από τα ζητήματα του περιεχομένου και της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων σεξουαλικής εκπαίδευσης, ο σχεδιασμός για την προστασία των νέων από τις συνέπειες της σεξουαλικής δραστηριότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψιν και ορισμένες βιολογικές και πρακτικές συνιστώσες που έχουν σχέση με την επιτυχία της πρόληψης.
Ο Εφηβικός Εγκέφαλος
Πάνω από δύο δεκαετίες έρευνας της Νευροεπιστήμης υποδεικνύουν ότι σημαντικές περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν αναπτύσσονται πλήρως μέχρις ότου το άτομο φθάσει στην αρχή ως τα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του. Αυτές οι περιοχές περιλαμβάνουν τους μετωπιαίους λοβούς, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τον έλεγχο της παρόρμησης, τον υπολογισμό των συνεπειών, την κρίση, τον προγραμματισμό, τον καθορισμό στόχων και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων, καθώς και τον ιππόκαμπο και την αμυγδαλή, περιοχές οι οποίες ρυθμίζουν από κοινού τα κίνητρα, τη μνήμη, τη προσοχή και τη συναισθηματική συμπεριφορά και εκδηλώσεις . (20, 21, 22, 23).
Δηλαδή ο εγκέφαλος των εφήβων είναι φυσιολογικά ρυθμισμένος στην παρακινδυνευμένη συμπεριφορά και στην παρορμητικότητα λόγω της ανώριμης επεξεργασίας των πληροφοριών και της αδυναμίας πρόβλεψης των μελλοντικών επιπτώσεων αυτής της συμπεριφοράς, καθιστώντας "δύσκολο για εκείνους να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν τις αντισυλληπτικές μεθόδους με τρόπο αποτελεσματικό και σταθερό».(24) Με άλλα λόγια, οι έφηβοι δεν είναι από άποψη νευρολογικής ανάπτυξης ώριμοι και επαρκώς εξοπλισμένοι για «αιτιολογημένη δράση» ή για «προγραμματισμένη συμπεριφορά», ειδικά σε καταστάσεις συναισθηματικά φορτισμένες και παρορμητικές.
Το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα είναι ότι οι σημαντικές αλλαγές στην ανατομία και τη δραστηριότητα του εγκεφάλου λαμβάνουν χώρα πολύ αργότερα κατά την ανάπτυξη από ό, τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί. . . Υπάρχει ελάχιστο περιθώριο διαφωνίας σχετικά με το γεγονός ότι η εφηβεία είναι περίοδος ουσιαστικής ωρίμανσης του εγκεφάλου όσον αφορά τόσο τη δομή όσο και τη λειτουργία… Η αυξημένη ευαισθησία των εφήβων για τις προσδοκώμενες ανταμοιβές, τους ενθαρρύνει να συμμετέχουν σε πράξεις, ακόμη και επικίνδυνες πράξεις, αρκεί η προοπτική για ευχαρίστηση να είναι μεγάλη, όπως το σεξ χωρίς προστασία, η γρήγορη οδήγηση ή ο πειραματισμός με ουσίες. (23)
Χρήση Προφυλακτικών. Τα Σφάλματα και η Αποτυχία.
Σχετικό με τα παραπάνω είναι και ένα άλλο σπάνια αναφερόμενο ζήτημα: Τα σφάλματα και η αποτυχία της χρήσης των προφυλακτικών που μπορούν να μειώσουν σημαντικά το αναμενόμενο «κέρδος» από τη χρήση τους.
Πράγματι τα ποσοστά αποτυχίας τους είναι εκπληκτικά υψηλά, ακόμη και μεταξύ έμπειρων ενηλίκων χρηστών. Για παράδειγμα, μεταξύ των 1.973 ενηλίκων πελατών σε μια κλινική πρόληψης ΣΜΝ στο Ντένβερ, οι οποίοι ήταν συνεπείς χρήστες προφυλακτικών, το 57% των γυναικών και το 48% των ανδρών ανέφεραν τουλάχιστον ένα περιστατικό λανθασμένης χρήσης ή αποτυχίας τους μέσα σε μια περίοδο τεσσάρων μηνών, με συχνότερο πρόβλημα την ρήξη του προφυλακτικού το οποίο συσχετίστηκε με υψηλότερα επίπεδα ΣΜΝ για τους άνδρες.(25,26) Ομοίως, μια μελέτη ενός δείγματος 102 γυναικών που οι ίδιες εξασφάλισαν την εφαρμογή του προφυλακτικού στους άνδρες διαπίστωσε ότι στο 30% έως 50% των περιπτώσεων ανέφεραν ότι είχε γίνει κάποιο λάθος στη χρήση τους τουλάχιστον για μία φορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών, ενώ το 28% ανέφεραν ρήξη των προφυλακτικών, μετακίνηση ή και τα δύο για το ίδιο χρονικό πλαίσιο.(27)
Λαμβάνοντας υπόψη την ανωριμότητα του εφηβικού εγκεφάλου, τα ποσοστά σφάλματος και αποτυχίας κατά τη χρήση των προφυλακτικών αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερα στους εφήβους.
Ευτυχώς, όπως σημειώνεται στην αρχή αυτής της ανασκόπησης, οι έφηβοι αποδεικνύουν όλο και περισσότερο ότι μπορούν να καθυστερήσουν την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ.
Μια μελέτη του Αμερικανικού Υπουργείου Υγείας του 2010, διαπίστωσε ότι περίπου το 70% των Αμερικανών γονέων αντιτίθενται στο προγαμιαίες σχέσεις γενικά, αλλά και ειδικότερα για τα δικά τους παιδιά.(28) Επιπρόσθετα η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων επιθυμεί να δίνονται προς τους εφήβους μηνύματα υπέρ της εγκράτειας, και σε πολλαπλά επίπεδα όπως τα σχολεία, ιατρεία και κοινωνικές ομάδες.(28)
Τα ευρήματα της έρευνας αποσκοπούσαν στη παροχή στοιχείων για τη διαμόρφωση προτεραιοτήτων στη πολιτική δημόσιας υγείας και για στην υλοποίηση των στρατηγικών σεξουαλικής εκπαίδευσης. Βάσει αυτών των αποτελεσμάτων, η προτεραιότητα της πολιτείας για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρέπει να είναι ένα ισχυρό μήνυμα αποχής για την αποφυγή του σεξουαλικού κινδύνου.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η πλειοψηφία των γονέων πιστεύει ότι οι μαθητές θα πρέπει να διδάσκονται σχετικά με τα προφυλακτικά και την αντισύλληψη. Σύμφωνα με την Αμερικανική έρευνα Speak Out από την ομάδα Barna το 2015, το 75% των γονέων ήθελε να ενημερωθούν οι έφηβοί τους σχετικά με τα προφυλακτικά και την αντισύλληψη. Εντούτοις, η στήριξη έπεσε στο 38% όταν επρόκειτο για επιδείξεις προφυλακτικών και στο 27% για διανομές προφυλακτικών και/ή αντισυλληπτικών.(17) Επιπλέον, η έρευνα των γονέων έδειξε ότι το 90% των γονέων υποστηρίζει το να γίνεται στους εφήβους τους διδασκαλία με ιατρική ακρίβεια για τους περιορισμούς των προφυλακτικών ως προς την εγκυμοσύνη και την πρόληψη των ασθενειών.(17) Αυτές οι απόψεις είναι ευθυγραμμισμένες με όσα προσφέρουν τα περισσότερα προγράμματα Εγκράτειας–SRA.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Εν κατακλείδι, για την επιλογή προγράμματος που αφορά την σεξουαλική παιδεία, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: «Τί είναι πραγματικά προς το συμφέρον των παιδιών, των οικογενειών, των κοινοτήτων και της κοινωνίας στο σύνολό της;».
Η πείρα μας με τους νέους, οι ισχυρές αποδείξεις για τις βλάβες που προκλήθηκαν από την εφηβική σεξουαλική δραστηριότητα, η συνεχής αποτυχία των προγραμμάτων της CSE στα σχολεία των ΗΠΑ, το αναπτυξιακό επίπεδο του εγκέφαλου των εφήβων, οι υποσχόμενες θετικές συνέπειες από την εκπαίδευση τύπου Εγκράτειας–SRA και οι επιθυμίες των γονέων, μας οδηγούν ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η σχολική εκπαίδευση SRA είναι ανώτερη από την CSE.
Κατά συνέπεια, το Αμερικανικό Κολέγιο Παιδιάτρων συνιστά την υιοθέτηση της σεξουαλικής εκπαίδευσης από όλα τα σχολικά συστήματα, με τα μαθήματα να ξεκινούν από το Γυμνάσιο και να συνεχίζουν στο Λύκειο.
Συνιστά επίσης την οργάνωση πρωτοβουλιών τη συνεχή έρευνα, την καταγραφή και την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων τους.
Οι νέοι αξίζουν το καλύτερο που μπορούμε να τους δώσουμε. Τη σχολική εκπαίδευση με στόχο την εγκράτεια για την αποφυγή του σεξουαλικού κινδύνου, η οποία είναι η καλύτερη για τα παιδιά.
Πρωταρχικοί συγγραφείς:
Stan Weed , PhD; Η Irene Erikson, PhD Russell Gombosi, MD Michelle Cretella, MD, September 2018
ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
1. Ethier KA, Kann L, McManus T. Sexual Intercourse Among High School Students — 29 States and United States Overall, 2005–2015. MMWR Morb Mortal Wkly Rep 2018;66:1393–1397. Available at: https://www.cdc.gov/mmwr/volumes/66/wr/mm665152a1.htm . Accessed Sept. 6, 2018.
2. Kann L, Olsen EO, McManus T, et al. Sexual Identity, Sex of Sexual Contacts, and Health-Related Behaviors Among Students in Grades 9–12 — United States and Selected Sites, 2015. MMWR Surveill Summ 2016;65(No. SS-9):1-202. Available at: https://www.cdc.gov/mmwr/volumes/65/ss/ss6509a1.htm. Accessed Sept. 6, 2018.
3. Jerman J, Jones RK and Onda T. Characteristics of U.S. Abortion Patients in 2014 and Changes Since 2008, New York: Guttmacher Institute, 2016. Available at: https://www.guttmacher.org/report/characteristics-us-abortion-patients-2014. Accessed Sept. 6, 2018.
4. Centers for Disease Control and Prevention. Sexually Transmitted Disease Surveillance 2016. Atlanta: U.S. Department of Health and Human Services; 2017. Available at: https://www.cdc.gov/std/stats16/CDC_2016_STDS_Report-for508WebSep21_2017_1644.pdf . Accessed Sept 6, 2018.
5. Ihongbe TO, Cha S, Masho SW. Age of Sexual Debut and Physical Dating Violence Victimization: Sex Differences Among US High School Students. Journal of School Health. 2017 Vol. 87(3):200-208.
6. Hallfors DD, Waller MW, Ford CA, Halpern CT, and Brodish PH, Iritani B. “Adolescent Depression and Suicide Risk: Association with Sex and Drug Behavior. American Journal of Preventative Medicine. 27 (2004): 224-230.
7. McIlhaney, J and McKissic Bush, F. Hooked: New Science on How Casual Sex is Affecting Our Children. Northfield Publishing, Chicago. 2008, pp.77-78.
8. June P. Cohabitation: Effects of Cohabitation on the Men and Women Involved – Part 1 of 2. American College of Pediatricians. March, 2015. Available at: http://www.acpeds.org/the-college-speaks/position-statements/societal-issues/cohabitation-part-1-of-2. Accessed Sept. 6, 2018.
9. Treas J. and Giesen D. Sexual Infidelity among Married and Cohabiting Americans. Journal of Marriage and Family. 2000; Vol. 62. (1): 54. Available at: http://vivanautics.com/pdf/TreasGiesen2000.pdf. Accessed Sept. 6, 2018.
10. Centers for Disease Control and Prevention. New CDC analysis shows steep and sustained increases in STDs in recent years. Atlanta: U.S. Department of Health and Human Services; 2018. Available at: https://www.cdc.gov/nchhstp/newsroom/2018/press-release-2018-std-prevention-conference.html. Accessed: Sept. 6, 2018.
11. Castle PE, Jeronimo J, Schiffman M, Herrero R, Rodríguez AC, Bratti MC, Hildesheim A, Wacholder S, Long LR, Neve L, Pfeiffer R, Burk RD. Age-Related Changes of the Cervix Influence Human Papillomavirus Type Distribution. Cancer Research. 2006;66(2):1218-24.
12. Kleppa E, Holmen SD, Lillebø K, Kjetland EF, Gundersen SG, Taylor M, Moodley P, Onsrud M. Cervical Ectopy: Associations with Sexually Transmitted Infections and HIV. A Cross-Sectional Study of High School Students in Rural South Africa. Sexually Transmitted Infections. 2015;91(2):124-9.
13. CDC (2017). Sexual Risk Behaviors: HIV, STD, & Teen Pregnancy Prevention. https://www.cdc.gov/healthyyouth/sexualbehaviors/
14. Haffner, D. Safe sex and teens. SIECUS report. Sexuality Information Education Council of the United States. 1988; Vol. 17 (1): 23. Available at: https://siecus.org/wp-content/uploads/2015/07/17-1.pdf. Accessed Sept. 6, 2018.
15. Weed S, Ericksen I. Re-examining the Evidence for Comprehensive Sex Education in Schools: Part One – Research Findings in the United States. Salt Lake City: The Institute for Research & Evaluation; 2018. Available at: http://www.institute-research.com/CSEReport/Reexamining_the_Evidence-CSE_in_USA_5-29-18FINAL.pdf. Accessed Sept. 6, 2018.
16. Ethier KA, Kann L, McManus T. Sexual Intercourse Among High School Students — 29 States and United States Overall, 2005–2015. MMWR Morb Mortal Wkly Rep 2018;66:1393–1397. Available at: https://www.cdc.gov/mmwr/volumes/66/wr/mm665152a1.htm?s_cid=mm665152a1_w . Accessed Sept. 6, 2018.
17. SRA Education Works: sexual risk avoidance (SRA) education demonstrates improved outcomes for youth. Washington, D.C., ASCEND; 2017. Available at https://weascend.org/resources/ . Accessed Sept. 6, 2018.
18. McNeely CS, Shew M, Beuhring T, Sieving R, Miller B, Blum RW. Mothers Influence on Adolescent Sexual Debut. Journal of Adolescent Health. 2002:Vol. 31(3): 256-265. Available at https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1054139X02003506 . Accessed Sept. 6, 2018.
19. Sieving RE, McNeely CS, Blum RW. Maternal Expectations, Mother Child Connection, and Adolescent Sexual Debut. Archives of Pediatrics and Adolescent Medicine. 2000;154(8):809-816. Available at https://jamanetwork.com/journals/jamapediatrics/fullarticle/350575 . Accessed Sept. 6, 2018.
20. Steinberg L, Icenogle G, Shulman EP, et al. Around the world, adolescence is a time of heightened sensation seeking and immature self-regulation. Developmental Science. 2018 Mar;21(2).
21. Romanczyk T B, Weickert CS, Webster MJ, Herman MM, and Kleinman JE. Alterations in the human prefrontal cortex across the life span. European Journal of Neuroscience. 2002;15:269–280.
22. Spear LP. Adolescent Neurodevelopment. Journal of Adolescent Health. 2013; 52(2) Supplement 2: S7-13. Available at https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1054139X12002078 . Accessed Sept. 6, 2018.
23. Steinberg L. Should the Science of Adolescent Brain Development Inform Public Policy. Issues in Science and Technology. 2012; 28(3). Available at http://issues.org/28-3/steinberg/ . Accessed Sept. 6, 2018.
24. Thomas M. Abstinence-based programs for prevention of adolescent pregnancies: A review. Journal of Adolescent Health. 2000;26:5–17.
25. Shlay JC, McClung MW, Patnaik JL, Douglas JM, Jr. Comparison of sexually transmitted disease prevalence by reported condom use: errors among consistent condom users seen at an urban sexually transmitted disease clinic. Sexually Transmitted Diseases. 2004;31(9), 526–532.
26. Grimley DM, Annang L, Houser S, Chen H. Prevalence of Condom Use Errors Among STD Clinic Patients. Sexually Transmitted Diseases. 2004;159(3):242-51.
27. Sanders SA, Graham CA, Yarber WL, Crosby RA.Condom Use Errors and Problems Among Young Women Who Put Condoms on Their Male Partners. Journal of the American Medical Women’s Association. 2003 Spring;58(2):95-8.
28. U.S. Department of Health and Human Services. National Survey of Adolescents and Their Parents: Attitudes and Opinion About Sex and Abstinence. Washington, DC. 2010.
Πηγή: acpeds.org