«Οι ελάχιστες νόμιμες ηλικίες έγκυρης συγκατάθεσης για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων των εφήβων: Μια Ανασκόπηση της Κατάστασης στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική»*
“Legal minimum ages and the realization of adolescents’ rights. A review of the situation in Latin America and the Caribbean”
January 2016, Copyright © United Nations Children’s Fund (UNICEF)
Ακριβή αποσπάσματα από το ανωτέρω τεύχος της UNICEF που προωθεί την αυτονομία των παιδιών στις επιλογές για την σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία.
Ακολουθούν ακριβή αποσπάσματα από την ανωτέρω έκδοση τα οποία ετοιμάστηκαν από το "Family Watch International". Αυτά τα αποσπάσματα παρέχουν σαφείς αποδείξεις για την επίθεση της UNICEF στα γονεϊκά δικαιώματα.
«Όταν ασχολούμαστε με τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία, η υποχρέωση ενημέρωσης των γονέων και λήψης συγκατάθεσης από αυτούς αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο με σημαντικές συνέπειες για τη ζωή των εφήβων και για τη δημόσια υγεία εν γένει». (Σελ. 30)
«... σε ορισμένους τομείς η ίδια η απαίτηση της γονεϊκής συγκατάθεσης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τα παιδιά, για παράδειγμα σε συσχέτιση με το γάμο και σε σχέση με τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία». (Σελ. 12)
«... θέματα για τα οποία οι έφηβοι μπορεί να επιδείξουν αυξημένη ωριμότητα και ικανότητα να κάνουν επιλογές κατόπιν ενημέρωσης. Αυτό συμβαίνει σε σχέση με την παροχή ιατρικής θεραπείας, ιδίως για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία, όπου η συγκατάθεση μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη σε χαμηλότερη ηλικία μετά από αξιολόγηση της ωριμότητας και της κατανόησης του παιδιού." (Σελ. 12)
«Ωστόσο, πρόκειται για μεταφορά της ικανότητας για συγκατάθεση από τους γονείς ή τους νόμιμους κηδεμόνες στο παιδί, αυξάνοντας έτσι την αυτονομία του εφήβου στην άσκηση των δικαιωμάτων». (Σελ. 12)
«... οι νόμιμες ελάχιστες ηλικίες μπορούν να αρθούν και να γίνει μεταφορά της συγκατάθεσης από το παιδί στους γονείς, αποδυναμώνοντας έτσι την προστασία που προσφέρει ο νόμος». (Σελ. 12)
«Παραδοσιακά, η συγκατάθεση για παροχή υγειονομικής περίθαλψης θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο της πρωταρχικής ευθύνης των γονέων για την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού (άρθρο 18 του Committee on the Rights of the Child (CRC)). Ωστόσο, αυτή η αρχή πρέπει να εξισορροπηθεί με την εξελισσόμενη ικανότητα των παιδιών να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη ζωή τους και το δικαίωμά τους στην πληροφόρηση.»(Σελ. 28)
«... για τους εφήβους, η δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας χωρίς τη γονεϊκή συγκατάθεση αποτελεί μια σημαντική διάσταση της δυνατότητας πρόσβασης.» (Σελ. 30)
«Σε συμφωνία με τις εξελισσόμενες ικανότητές τους, τα παιδιά πρέπει να έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτική συμβουλευτική και πληροφόρηση χωρίς τη συγκατάθεση του γονέα ή του νόμιμου κηδεμόνα, όταν αυτό αξιολογείται από τους επαγγελματίες που εργάζονται με το παιδί, ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού.» (Σελ. 32)
«Τα κράτη πρέπει να αναθεωρήσουν και να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επιτρέψουν στα παιδιά να συναινούν σε συγκεκριμένες ιατρικές θεραπείες και επεμβάσεις χωρίς την άδεια του γονέα, φροντιστή ή κηδεμόνα, όπως είναι οι εξετάσεις για HIV και οι υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και των οδηγιών για τη σεξουαλική υγεία, την αντισύλληψη και την ασφαλή άμβλωση. (Γενικό σχόλιο αρ. 15 (2013) σχετικά με το δικαίωμα του παιδιού να απολαμβάνει τα υψηλότερα δυνατά επίπεδα υγείας)» (σελ. 32).
«Τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να θεσπίσουν νόμους ή κανονισμούς για να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές ιατρικές συμβουλές και πληροφορίες χωρίς τη γονεϊκή συγκατάθεση, ανεξάρτητα από την ηλικία του παιδιού, όπου αυτό απαιτείται για την ασφάλεια ή την ευημερία του παιδιού. Τα παιδιά μπορεί να έχουν ανάγκη την πρόσβαση σε τέτοιες υπηρεσίες, για παράδειγμα, όταν βιώνουν βία ή κακοποίηση στο σπίτι, ή όταν έχουν ανάγκη από εκπαίδευση ή υπηρεσίες αναπαραγωγικής υγείας, ή σε περίπτωση συγκρούσεων μεταξύ γονέων και παιδιού σχετικά με την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας». (Σελ. 32)
«Το δικαίωμα λήψης συμβουλών και καθοδήγησης είναι ξεχωριστό από το δικαίωμα παροχής ιατρικής συγκατάθεσης και δεν πρέπει να υπόκειται σε οποιοδήποτε όριο ηλικίας. (Γενικό σχόλιο για το «δικαίωμα να εισακουσθεί κάποιος», παράγραφος 101).» (Σελ. 32)
«Ομοίως, στο Γενικό Σχόλιό της για την υγεία και την ανάπτυξη των εφήβων, η Επιτροπή τόνισε ότι «Τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να διασφαλίσουν ότι [οι έφηβοι] έχουν πρόσβαση σε κατάλληλες πληροφορίες, ανεξάρτητα από την κατάσταση γάμου τους και το εάν οι γονείς ή οι κηδεμόνες τους συναινέσουν.»(Σελ. 32)
«Όσον αφορά τη συγκατάθεση για παροχή ιατρικής θεραπείας η Επιτροπή υποστηρίζει διατάξεις που ορίζουν ένα ελάχιστο όριο ηλικίας, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι και ένα μικρότερο παιδί μπορεί να επιδείξει ικανότητα να διαμορφώνει ενημερωμένες απόψεις και επομένως θα πρέπει να εισακούγεται ...» (σελ. 32 )
«... η Επιτροπή κάνει ισχυρή σύσταση στα κράτη μέλη της να διασφαλίσουν ότι, όταν ένα μικρότερο παιδί μπορεί να επιδείξει ικανότητα να εκφράσει μια τεκμηριωμένη άποψη σχετικά με τη θεραπεία του/της, σε αυτήν την άποψη πρέπει να δίνεται βάρος. (Γενικό σχόλιο σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, παράγραφος 102).» (Σελ. 32)
«Η Επιτροπή CEDAW έχει επίσης θέσει το ζήτημα της πρόσβασης στην υγεία, και ειδικότερα τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία για τους εφήβους, υπογραμμίζοντας τη σημασία της εμπιστευτικότητας: τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να εξασφαλίσουν χωρίς προκαταλήψεις και αποκλεισμούς, το δικαίωμα στην πληροφόρηση για θέματα σεξουαλικής υγείας, εκπαίδευσης και ιατρικών υπηρεσιών προς όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια (...)» (Σελ. 32-3)
«Συγκεκριμένα, τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των εφήβων γυναικών και ανδρών για εκπαίδευση σε θέματα σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό με ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα που σέβονται τα δικαιώματά τους για ιδιωτικότητα και εμπιστευτικότητα. (Γενικό σχόλιο της CEDAW σχετικά με το δικαίωμα στην υγεία, παράγραφος 18).» (Σελ. 33)
«Η ηλικία είναι ένα από τα σημαντικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, ιδίως στις υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας». (Σελ. 35)
«Δεδομένων των υψηλών ποσοστών πρόωρης έναρξης σεξουαλικής δραστηριότητας στην περιοχή, και ειδικότερα όσον αφορά τα κορίτσια, το ζήτημα της ελάχιστης ηλικίας για ιατρική συναίνεση χωρίς τη γονεϊκή συγκατάθεση είναι ένα σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας.» (Σελ. 35)
«Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ της πρόσβασης σε ιατρικές πληροφορίες, συμβουλές και διαγνωστικές εξετάσεις και της πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη (θεραπεία). Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, για το πρώτο δεν πρέπει να υπάρχει ελάχιστη ηλικία, ενώ το τελευταίο μπορεί να περιλαμβάνει τη γονεϊκή συγκατάθεση αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να ορισθεί και χαμηλότερο ηλικιακό όριο ανάλογα με την ωριμότητα του παιδιού. Για όλες τις περιπτώσεις, η εμπιστευτικότητα αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο.» (Σελ. 35)
«Οι τοπικοί νόμοι δεν πρέπει να καθορίζουν ελάχιστο όριο ηλικίας για την πρόσβαση σε ιατρικές πληροφορίες, συμβουλές και εξετάσεις χωρίς τη γονεϊκή συγκατάθεση. Πρέπει να περιέχουν ρητές διατάξεις που να απαιτούν την παγκόσμια πρόσβαση, ιδίως για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία, και να εγγυώνται την ιδιωτικότητα και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών.» (Σελ. 35)
«Όταν ορίζεται ένα ελάχιστο όριο ηλικίας για ιατρική θεραπεία χωρίς τη γονεϊκή συγκατάθεση, οι νόμοι θα πρέπει να προβλέπουν μηχανισμούς για να παρακάμπτεται αυτό το ελάχιστο, εάν ο έφηβος επιδείξει επαρκή ωριμότητα και αντίληψη των επιπτώσεων της ιατρικής του απόφασης». (Σελ. 35)
«Οι πάροχοι υγείας θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούν στην ανάγκη προσφοράς επαρκούς συμβουλευτικής και διαγνωστικών εξετάσεων στους εφήβους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους.» (Σελ. 35)
«Τα διεθνή πρότυπα ξεχωρίζουν την ιατρική πληροφόρηση και την παροχή συμβουλών, για τα οποία δεν πρέπει να καθοριστεί ελάχιστη ηλικία, από την ιατρική νοσηλεία και θεραπεία για τα οποία μπορεί να απαιτηθεί η γονεϊκή συγκατάθεση για παιδιά κάτω από μια ορισμένη ηλικία, με δυνατότητα παρέκκλισης από την ελάχιστη ηλικία, όταν το παιδί επιδεικνύει επαρκή ωριμότητα και αντίληψη». (Σελ. 57)
«Ο διαγνωστικός έλεγχος πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο της ιατρικής πληροφόρησης και παροχής συμβουλών, και πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς την απαίτηση γονεϊκής συγκατάθεσης». (Σελ. 57)
«Οι νόμοι πρέπει να αποφεύγουν την ποινικοποίηση της συναινετικής σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ ανηλίκων εφήβων, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά ηλικίας και τις πιθανές ισορροπίες δυνάμεων για τον καθορισμό της αξιοπιστίας της συγκατάθεσης». (Σελ. 64)
«Πρέπει να καταργηθούν οι διατάξεις που περιλαμβάνουν διακρίσεις, ιδίως βάσει του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού.» (Σελ. 64)
* κείμενο UNICEF:
Πηγή: comprehensivesexualityeducation.org