Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, επειδή δεν υπάρχει παγκόσμια έρευνα για την ψυχική υγεία των εφήβων με δεδομένα πριν από το 2012 μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών (PISA) έχει πραγματοποιήσει 15ετείς έρευνες ηλικίας σε δεκάδες χώρες κάθε τρία χρόνια από το 2000. Σε όλες τις χώρες εκτός από δύο, η έρευνα περιελάμβανε έξι ερωτήσεις σχετικά με τη μοναξιά στο σχολείο. Η μοναξιά σίγουρα δεν είναι το ίδιο με την κατάθλιψη, αλλά τα δύο προβλήματα συσχετίζονται. Σε έγγραφο που δημοσιεύσαμε στο The Journal of Adolescence αναφέρουμε ότι σε 36 από τις 37 χώρες η μοναξιά στο σχολείο έχει αυξηθεί από το 2012. Ομαδοποιήσαμε τις χώρες σε τέσσερις γεωγραφικές και πολιτιστικές περιοχές και βρήκαμε το ίδιο μοτίβο σε όλες. Η εφηβική μοναξιά ήταν σχετικά σταθερή μεταξύ 2000 και 2012, με λιγότερο από το 18% να αναφέρει υψηλά επίπεδα μοναξιάς. Αλλά στα έξι χρόνια μετά το 2012 τα ποσοστά αυξήθηκαν δραματικά. Διπλασιάστηκαν περίπου στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και τις αγγλόφωνες χώρες και αυξήθηκαν κατά περίπου 50% στην Ανατολική Ασία.
Αυτή η συγχρονισμένη παγκόσμια αύξηση υποδηλώνει μια οικουμενική αιτία και ταιριάζει χρονικά με τη θεωρία μας. Για να την επιβεβαιώσουμε αναζητήσαμε δεδομένα για πολλές παγκόσμιες τάσεις που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην εφηβική μοναξιά, όπως μείωση του μεγέθους της οικογένειας, αλλαγές στο ΑΕΠ, αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, αύξηση της ανεργίας, καθώς και περισσότερη πρόσβαση σε έξυπνα κινητά και περισσότερες ώρες χρήσης του Διαδικτύου. Μόνο η πρόσβαση στα έξυπνα κινητά και η αυξημένη χρήση του Διαδικτύου επηρέασαν τόσο έντονα την εφηβική μοναξιά.
Δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στην εποχή πριν από τα έξυπνα κινητά, ούτε θα το θέλαμε, δεδομένων των αναντίρρητων πλεονεκτημάτων τους. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάποια βήματα για να βοηθήσουμε τους εφήβους. Ένα σημαντικό βήμα είναι να απελευθερωθούν τα παιδιά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κάθε μέρας από τις συσκευές τους. Τα τηλέφωνα πρέπει να είναι κλειδωμένα κατά τη διάρκεια της σχολικής ημέρας, ώστε οι μαθητές να μπορούν να εξασκήσουν τη χαμένη τέχνη τού να δίνουν πλήρη προσοχή στους ανθρώπους γύρω τους. Ένα άλλο βήμα είναι να καθυστερήσουμε την ηλικία εισόδου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδανικά κρατώντας την εντελώς εκτός δημοτικού και γυμνασίου. Ταυτόχρονα, οι πλατφόρμες θα πρέπει τουλάχιστον να θεωρούνται νομικά υπεύθυνες για την επιβολή της ελάχιστης ηλικίας των 13 ετών και να υποχρεούνται να εφαρμόζουν την επαλήθευση ηλικίας και ταυτότητας για όλα τα νέα μέλη. Ακόμα και πριν από τον κορωνοϊό, οι έφηβοι ένιωθαν ολοένα και περισσότερο μόνοι. Έπειτα από σχεδόν 18 μήνες lockdown και εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, οι μαθητές θα μπορέσουν άραγε να αφήσουν τα τηλέφωνα και να επιστρέψουν στην παραδοσιακή άμεση κοινωνικοποίηση, τουλάχιστον στις σχολικές ώρες; Μας παρουσιάζεται μια ιστορική ευκαιρία για να τους βοηθήσουμε να το κάνουν.
* Ο κ. Jonathan Haidt είναι κοινωνικός ψυχολόγος στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και η κ. Jean M. Twenge είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο.