
Έκθεμα από παλαιότερη έκθεση με τίτλο «Στην μνήμη των παιδιών» που οργανώθηκε στο Nazi Documentation Centre- «Τοπογραφία του Τρόμου», στο Βερολίνο. Η έκθεση απεικόνισε και το πρόγραμμα «ευθανασία παιδιών» της ναζιστικής περιόδου. Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος, διαπράχθηκαν ιατρικά εγκλήματα εναντίον αρρώστων και αναπήρων στην Γερμανία, (περιλαμβανομένων παιδιών και εφήβων), πράξεις υποκινούμενες από την ναζιστική φυλετική ιδεολογία. Πάνω από 5.000 παιδιά και έφηβοι βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά «παιδικά τμήματα», ιδρύματα που δημιουργήθηκαν ειδικά για τον σκοπό της εξόντωσης. Φωτογραφία EPA, Maurizio Gambarini
Ευθανασία ή αλλιώς ντροπιαστική ευγονική σφαγή
Από το «Μαμά, Μπαμπάς και Παιδιά»
Από τις πρώτες εφαρμογές της ευθανασίας, ήταν η ευθανασία όσων η ζωή «δεν είχε αξία ή νόημα», από τους Ναζί. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα στόχευε -όπως και σήμερα- στην εξολόθρευση των ευάλωτων, των «μη χρήσιμων» ατόμων, που θεωρούνται «βάρος» σε μια «αξιοπρεπή» κοινωνία.
Τα άτομα με σωματική και με ψυχική αναπηρία καταδικάστηκαν να πεθάνουν όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία το 1933. Στα μάτια του, ήταν απλώς «άδεια ανθρώπινα κουφάρια». Τους σκότωσε, αλλά για να δώσει στην πράξη του τον μανδύα της κανονικότητας, την ονόμασε «ευθανασία», δηλ. «ωραίο θάνατο».
Ο ιστορικός Dr. Dick de Mildt, ειδικός στο πρόγραμμα ευθανασίας Aktion T4, που επινοήθηκε για την διατήρηση της γενετικής καθαρότητας του γερμανικού λαού, περιγράφει την εφαρμογή του προγράμματος.

Dr. Dick de Mildt, φωτό René Zeeman
Σύμφωνα με τον ιστορικό, το πρόγραμμα ξεκίνησε από τον Χίτλερ το 1939. Συνεχίστηκε -με μια μικρή διακοπή τον Αύγουστο του 1941- μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945. Οι Ναζί σκότωσαν τουλάχιστον 200.000 ψυχικά ασθενείς και άτομα με αναπηρία. Ο Γερμανός ιστορικός Götz Aly, στο βιβλίο του «Die Belasteten» / «Οι επιφορτισμένοι», του 2014, υποστήριξε πως οι άνθρωποι στην Γερμανία εγκατέλειψαν τα μέλη της οικογένειάς τους, τα άφησαν να «φύγουν» με ευθανασία και δεν εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες που υπήρχαν για να τα προστατεύσουν.
Ο Dick de Mildt διαφωνεί με αυτή την θέση και «δεν υποστηρίζει την ιδέα ότι οι γονείς στην Γερμανία, παρέδιναν τα παιδιά τους με αυτό το σκοπό. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων που ανησυχούσαν πολύ για την εξαφάνιση του συγγενή τους. Ο οργανισμός που ήταν υπεύθυνος για την ευθανασία μετέφερε τους ασθενείς σε άλλη εγκατάσταση χωρίς να ενημερώσει την οικογένεια».
Οι Ναζί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να κρατήσουν μυστικό το πρόγραμμα ευθανασίας, αλλά απέτυχαν. Το πρόγραμμα δολοφονιών σύντομα έγινε κοινό μυστικό. Εργαζόμενοι των έξι ιδρυμάτων όπου οι ασθενείς δηλητηριάζονταν με αέρια κατάλαβαν από την μυρωδιά τη καύση των ανθρώπων. Επίσης, ξένοι δημοσιογράφοι με έδρα την Γερμανία το ανέφεραν. Τον Ιούλιο του 1941, ο Επίσκοπος Φον Γκάλεν στο Münster το κατήγγειλε μέσα στην εκκλησία, από τον άμβωνα.
Αυτό τρόμαξε τους Ναζί. Υποστηρίζεται από τις πηγές ότι το κήρυγμα του Φον Γκάλεν ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Χίτλερ διέταξε να σταματήσουν οι δολοφονίες με αέρια ένα μήνα αργότερα. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε το τέλος του προγράμματος. Μετά από αυτό, οι άνθρωποι μεταφέρονταν, αλλού, π.χ στην Πολωνία και δολοφονούνταν εκεί.
Μετά τον πόλεμο, συγγενείς ασθενών που πέθαναν ζήτησαν από τον Γερμανό γενικό εισαγγελέα να μάθει τι είχε συμβεί στους δικούς τους. Ήξεραν ότι είχαν μεταφερθεί αλλού, αλλά πέρα από αυτό δεν είχαν ξανακούσει νέα τους. Μια τέτοια έρευνα, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχε αποτέλεσμα, επειδή οι Ναζί είχαν καταστρέψει όλα τα σχετικά αρχεία. Αυτή η αναζήτηση αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι ήδη γνώριζαν για αυτή την πρακτική μετά τον πόλεμο.

Το 2014, έγιναν στο Βερολίνο τα αποκαλυπτήρια του μνημείου των θυμάτων του ναζιστικού προγράμματος ευθανασίας Aktion T4. Το όνομα του προγράμματος προέρχεται από την διεύθυνση του -κατεδαφισμένου πλέον- κτιρίου των γραφείων (φωτογραφία) για το πρόγραμμα, που ήταν «Tiergartenstrasse 4».
Φωτό: Wikimedia
Οι ποινικές ευθύνες
Ο De Mildt προσθέτει ότι αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) δεν υπήρχαν ακόμη, εκκρεμούσαν ήδη 10 με 15 ποινικές υποθέσεις εναντίον γιατρών και νοσηλευτών που διεκπεραίωναν το θανατηφόρο έργο τους στα ιδρύματα.
Οι Σύμμαχοι μετά τον πόλεμο αποφάσισαν: «Δικάζουμε τους μεγάλους εγκληματίες πολέμου όπως τον Göring και επιπλέον ελέγχουμε και την μεσαία διοίκηση των Ναζί». Τον Μάιο του 1945, όλα τα γερμανικά δικαστήρια έκλεισαν, αλλά αναγκάστηκαν να ανοίξουν ξανά μέσα σε λίγες εβδομάδες επειδή έπρεπε να υπάρχει κάποιο δικαστικό σύστημα στην χώρα. Οι Σύμμαχοι δεν έδωσαν στους Γερμανούς το δικαίωμα να δικάζουν τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά τους επέτρεψαν να ασχοληθούν με εκείνα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον του ίδιου του λαού τους. Εναντίον ποιου στρεφόταν η ευθανασία; Στις περισσότερες περιπτώσεις, είχαν σκοτωθεί Γερμανοί πολίτες. Αυτός είναι ο ένας λόγος για τον οποίο αυτές οι ποινικές υποθέσεις αναλήφθηκαν από τους Γερμανούς αμέσως μετά τον πόλεμο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στους συγγενείς των θυμάτων. Οι συγγενείς ήθελαν να μάθουν πού είχε πάει ο γιος ή η κόρη τους και σε ορισμένες περιπτώσεις, ανέφεραν φόνο. Ως συνέπεια, ξεκίνησαν οι έρευνες.
-Γιατί δεν έγιναν καταγγελίες κατά την διάρκεια του πολέμου;
«Συνέβη και αυτό. Αρκετοί άνθρωποι υπέβαλαν αγωγές επειδή υπήρχε υποψία δολοφονίας ή άδικου θανάτου. Είχαν ενημερωθεί ότι ο συγγενής τους είχε πεθάνει, για παράδειγμα, από τις συνέπειες κάποιας σκωληκοειδίτιδας, αλλά η σκωληκοειδής απόφυση είχε ήδη αφαιρεθεί χειρουργικά χρόνια πριν. Τίποτα, όμως, δεν συνέβη με αυτές τις καταγγελίες. Απλώς αγνοήθηκαν.»
Οι Ναζί ήταν εκείνοι που εφάρμοσαν πρώτοι την πρακτική της ευθανασίας, αλλά η ευθανασία είχε ήδη αρχίσει να συζητείται σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, από την δεκαετία του 1920.
- Μήπως ευθύνεται αυτή η συζήτηση που άνοιξε ο δρόμος για να εφαρμόσουν οι Ναζί την ευθανασία;
«Την δεκαετία του 1920, υπήρξε μια τεράστια συζήτηση για την ευθανασία, μετά από ένα φυλλάδιο του νομικού Karl Binding και του ψυχιάτρου Alfred Hoche σχετικά με την καταστροφή μιας «ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς». Το βασικό ερώτημα ήταν: πρέπει να θεσμοθετηθεί η ευθανασία;

Μαύρος καπνός ανεβαίνει από το κτίριο ευθανασίας του Βερολίνου.
Φωτογραφία: Wikimedia, Romke Hoekstra
Αφορμή για την συζήτηση υπήρξαν οι μαζικοί θάνατοι σε ψυχιατρικά ιδρύματα κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Όλοι λιμοκτονούσαν, επειδή λόγω του βρετανικού αποκλεισμού, πολύ λίγα τρόφιμα μπορούσαν να εισαχθούν στην χώρα. Πολλοί ασθενείς, που ζούσαν σε ιδρύματα, πέθαναν μέσα σε αγωνία. Μερικοί ψυχίατροι, που εφάρμοσαν την ευθανασία και δικάστηκαν γι' αυτό, επικαλέστηκαν ως κίνητρο την υψηλή θνησιμότητα στα ιδρύματά τους κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, ένας είπε: «Οι ασθενείς πέθαναν σαν μύγες».
Στην ερώτηση: «Αυτό ήταν το κίνητρό σας για να σκοτώσετε αυτούς τους ανθρώπους;», εκείνοι απαντούσαν: «Ναι, επειδή θεωρούσαμε αυτούς τους ανθρώπους “άχρηστους καταναλωτές”. Έτρωγαν αλλά δεν ήταν χρήσιμοι στην κοινωνία. Οι υγιείς πολίτες πέθαιναν στο μέτωπο και χρήματα διατίθεντο για ανθρώπους που δεν ήταν χρήσιμοι».
Συγχρόνως υπήρχε στο μυαλό τους και η δικαιολογία: «Τους δίνουμε έναν πιο ανθρώπινο θάνατο. Δεν τους αφήνουμε να πεθάνουν από την πείνα, αλλά τερματίζουμε τη ζωή τους με ανθρώπινο τρόπο». Αυτό δεν συνέβαινε φυσικά στην πράξη, αλλά με αυτό το τρόπο υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους.
Στους φόνους αυτούς, οι ψυχίατροι είχαν σε αρκετές περιπτώσεις την σιωπηρή ανοχή μερίδας συγγενών που δήλωσαν πως «εάν αυτό δεν μαθευτεί, δεν με πειράζει»…
Τρία χρόνια πριν οι Ναζί έρθουν στην εξουσία, υπήρξε μια μυστική συνάντηση στελεχών της Προτεσταντικής Εκκλησίας στην Γερμανία για ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την αναγκαστική στείρωση και την ευθανασία. Ήταν μια συνάντηση 25 έως 30 «θρησκευόμενων» γιατρών από όλη την Γερμανία. Συζήτησαν και αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους, αλλά κρυφά.
Μια ηχογραφημένη αναφορά αποκαλύπτει ότι συζήτησαν τα «υπέρ και τα κατά». Ο ιστορικός Ernst Klee αναφέρει λεπτομέρειες στο βιβλίο που εξέδωσε το 1989 για τον ρόλο των γερμανικών εκκλησιών υπό τον Χίτλερ. Σύμφωνα με αυτόν, υπήρχε ένας γιατρός, ο Dr. Carl Schneider, ο οποίος δήλωσε κατά λέξη: «Δεν υπάρχει απολύτως καμία επιστημονική απόδειξη ότι μπορούμε να μετριάσουμε την δεξαμενή των κληρονομικών νοσημάτων με την στείρωση. Δεν υπάρχουν στοιχεία για αυτό. Αν εισάγουμε την πρακτική, θα δημιουργήσουμε κάποιο είδος μόδας και όλοι θα την ακολουθούν. Οπότε δεν πρέπει να το κάνουμε».
Ο ίδιος γιατρός συνέχισε: «Τι επιδιώκετε τώρα; Θέλετε να σχηματίσετε μια ομάδα δολοφόνων για να εφαρμόσουν όλα αυτά; Τότε, οι γιατροί, αντί να βοηθούν τους ανθρώπους, θα τους σκοτώνουν. Πώς το φαντάζεστε αυτό; Δεν έχετε δικαίωμα να το κάνετε!»
Ο ίδιος ο Dr. Schneider άλλαξε εντελώς γνώμη οκτώ χρόνια αργότερα.
«Οκτώ χρόνια αργότερα, έχει γίνει ένας από τους κορυφαίους εργαζόμενους του οργανισμού ευθανασίας. Έκανε μια πλήρη στροφή 180 μοιρών. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό. Ο Schneider ήταν γιατρός, ψυχίατρος και αρχικά σχετιζόμενος με το Προτεσταντικό Ινστιτούτο Bethel. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διεκπεραίωση της ευθανασίας. (σημ. Για το Ινστιτούτο Bethel υπάρχουν αναφορές -δύσκολο να επιβεβαιωθούν- ότι εφάρμοζε την ευθανασία).(1) Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να τον ρωτήσουν γιατί το έκανε αυτό, γιατί αυτοκτόνησε αμέσως μετά τον πόλεμο. Η δική μου ερμηνεία είναι ότι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει μετά από αυτά που έκανε»
Φόνος
Ο De Mildt επισημαίνει ότι παρόλο που η ευθανασία συζητήθηκε στην δεκαετία του 1930, δεν έγινε ποτέ νόμος. «Ο υπουργός Δικαιοσύνης υπό τον Χίτλερ, Franz Gürtner, δεν ήταν Ναζί. Έθεσε το θέμα σε μια ομάδα που είχε αναλάβει την αναθεώρηση του γερμανικού ποινικού δικαίου, και δήλωσε για την ευθανασία: «Δεν πρόκειται να την εφαρμόσουμε επειδή είναι εφαρμογή της Νιτσεϊκής σκέψης». Αυτό σημαίνει ότι η ευθανασία στο Γ΄Ράιχ παρέμεινε απλώς δολοφονία».
Η Γερμανία δεν ήταν η μοναδική χώρα εκείνα τα χρόνια που είχε αρχίσει την συζήτηση για την ευθανασία. Η συζήτηση γινόταν και σε άλλες χώρες. Πουθενά, όμως δεν έφτασε στην νομοθέτηση. Στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, μιλάμε για μια κρατικά οργανωμένη μορφή δολοφονίας χωρίς την συγκατάθεση των εμπλεκομένων. Στην πραγματικότητα μιλάμε για δολοφονία.
Γιατί οι Ναζί χρησιμοποίησαν την ευθανασία; Το ευγονικό κίνητρο έπαιξε ρόλο, αλλά για αυτούς, η ευθανασία χρησίμευσε στην εξοικονόμηση πόρων. Τον Αύγουστο του 1941, αφού ο Χίτλερ σταμάτησε τις δολοφονίες με αέρια, μετά από τις διαμαρτυρίες, έβαλε έναν λογιστή να υπολογίσει πόσοι άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί με αέρια. Ήταν πάνω από 71.000. Επίσης, έβαλε έναν λογιστή να υπολογίσει πόσα χρήματα θα εξοικονομούσε η επέμβαση θανάτωσης, μέσα σε διάστημα δέκα ετών, εάν δηλητηριάζονταν όλοι οι ασθενείς με αέρια. Η οικονομική ανάλυση έπεσε στο επίπεδο των βάζων μαρμελάδας που θα έτρωγαν αυτοί οι άνθρωποι. Είναι πέρα από κάθε φαντασία.
Ήταν μια χυδαία σφαγή. Οι Ναζί δανείστηκαν την ορολογία του καλού θανάτου και για να δώσουν την εντύπωση της κανονικότητας, ονόμασαν την πράξη τους ευθανασία, αλλά δεν είχε καμία σχέση με την φροντίδα στο θάνατο. Ήταν απλώς δολοφονία.
- Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η ευθανασία άνοιξε τον δρόμο για το Ολοκαύτωμα. Συμφωνείτε;
«Κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι αλήθεια. Το 1941, όταν ο Χίτλερ σταμάτησε τις δολοφονίες με αέρια, μια ολόκληρη ομάδα έμεινε άνεργη, όπως οι άνθρωποι που έσυραν τα πτώματα στα κρεματόρια και τα συναφή. Αυτοί οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου Belzec, Treblinka and Sobibor, όπου τώρα επρόκειτο να σκοτώνουν Εβραίους, αντί για άτομα με νοητική υστέρηση. Η δολοφονία σε αυτά τα τρία στρατόπεδα ήταν ένα είδος αντιγραφής αυτού που έκαναν στα κέντρα ευθανασίας, αλλά σε γιγαντιαία κλίμακα. Αν το δει κανείς από την οπτική γωνία του Χίτλερ, η ευθανασία ήταν το σκαλοπάτι με το οποίο έφτασε στο επίπεδο της μαζικής δολοφονίας.»
Παραπομπές:
Πηγές:
- https://www.rd.nl/artikel/1113924-hitler-liet-200-000-gehandicapten-doden-het-was-een-ordinaire-moordpartij
- https://cne.news/article/4812-hitler-had-200-000-disabled-people-killed-it-was-a-vulgar-massacre?utm_source=e-mail&utm_medium=nieuwsbrief&utm_campaign=week-2025-32
