Οι κίνδυνοι της δωρεάς ωαρίων και σπέρματος, της παρένθετης μητρότητας και των ευγονικών υπηρεσιών της εξωσωματικής, για τη γυναίκα και τα παιδιά.
Από την Kallie Fell, MS, BSN, RN
“The Center for Bioethics and Culture Network, CBC” & “Paul Ramsey Institute”
Κύρια σημεία έκθεσης
Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αποτυχία να επιτευχθεί εγκυμοσύνη μετά από 12 ή περισσότερους μήνες τακτικής και χωρίς προστασία σεξουαλικής επαφής.
Η υπογονιμότητα έχει πολλές αιτίες, όπως ενδοκρινικές και ορμονικές διαταραχές, νοσήματα της μήτρας, δυσλειτουργία των όρχεων, προβλήματα του σπέρματος και άλλες διαταραχές της αναπαραγωγικής οδού σε άνδρες και γυναίκες.
Η γονιμότητα μειώνεται με την ηλικία, ειδικά στις γυναίκες. Καθώς οι άνδρες και οι γυναίκες αναβάλουν για αργότερα στη ζωή τους να κάνουν οικογένεια, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συλλάβουν. Υπολογίζεται πως στις ΗΠΑ, περίπου το 9% των ανδρών και το 11% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας εμφανίζουν υπογονιμότητα.
Οι τεχνολογίες τεχνητής αναπαραγωγής (Artificial Reproductive Technologies, ART, εξωσωματική γονιμοποίηση) συχνά διαφημίζονται και πωλούνται ως θεραπεία. Η ART περιλαμβάνει όλες τις θεραπείες γονιμότητας στις οποίες γίνεται χειρισμός είτε ωαρίων είτε εμβρύων.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση ικανοποιεί το θεωρούμενο ως «δικαίωμα» κάποιου να αποκτήσει ένα παιδί. Υπό αυτή τη θεώρηση είναι αποδεκτές από το νόμο η εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος και του μικρού παιδιού.
Η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή έχει αυξημένο οικονομικό κόστος σε όλα της τα βήματα, (διέγερση ωοθηκών και ωοληψία, αποθήκευση ωαρίων, συλλογή και κατάψυξη σπέρματος, γονιμοποίηση και επιλογή κατάλληλων εμβρύων, κατάψυξη εμβρύων, εμβρυομεταφορά). Είναι μια επιχείρηση που εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη επιθυμία για παιδί.
Το μέσο ποσοστό εγκυμοσύνης ανά εμβρυομεταφορά μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση ήταν στην Ευρώπη το 2018 στο 34,1% - ποσοστό αποτυχίας 65%. Τα ποσοστά μεταβάλλονται ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας, των ωαρίων και άλλους παράγοντες.
Στο τομέα της εξωσωματικής, η εφαρμογή προηγείται της επιστημονικής έρευνας, συνεπώς οι εμπλεκόμενοι έρχονται αντιμέτωποι εκ των υστέρων με ιατρικές συνέπειες που ήταν αδιανόητες όταν ξεκινούσαν.
Η δότρια ωαρίων κινδυνεύει άμεσα, λόγω των χορηγουμένων ορμονών από σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών (OHSS) λόγω υπερβολικής ωορρηξίας, απώλεια γονιμότητας, συστροφή ωοθηκών, εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική νόσο, πρόωρη εμμηνόπαυση, κύστεις ωοθηκών και σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις από θάνατο. Κατά τη διαδικασία της ωοληψίας, κινδυνεύει από περιτοναϊκή αιμορραγία, λοίμωξη (σοβαρή σήψη και σηπτικό σοκ, απόστημα ωοθηκών, πυελική περιτονίτιδα), ρήξεις και αιμορραγία του τοιχώματος του κόλπου, τραύμα της ουροδόχου κύστεως, πυελικό πόνο και επιπλοκές αναισθησίας, ενώ υπάρχουν υπόνοιες για μακροπρόθεσμες συνέπειες, όπως ο καρκίνος και ψυχολογικά προβλήματα που αφορούν τι σχέση της με τα παιδιά που προέκυψαν.
Η γυναίκα που υποβάλλεται σε εξωσωματική για δικό της παιδί (με δικό της ωάριο), διατρέχει τους κινδύνους από τη λήψη των ωαρίων και επιπλέον κινδύνους από την εγκυμοσύνη από εξωσωματική που περιλαμβάνουν (σε σχέση με τη φυσική κύηση), αυξημένες πιθανότητες για πολλαπλά έμβρυα, διαβήτη, υπέρταση, παχυσαρκία, υπερλιπιδαιμία, δυσμενείς μαιευτικές εκβάσεις όπως καισαρική τομή, πρόωρο τοκετό, αποκόλληση πλακούντα, αγγειακές επιπλοκές, αιμορραγία προ και μετά το τοκετό.Επιπλέον οι εγκυμοσύνες με ART συσχετίστηκαν με προεκλαμψία, οξεία νεφρική βλάβη, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, αρρυθμία και φλεβική θρομβοεμβολή. Εάν η γυναίκα χρησιμοποιήσει ωάριο δότριας τότε τα ήδη αυξημένα ποσοστά επιπλοκών επιδεινώνονται περαιτέρω.
Για τα νεογνά που γεννιούνται από εξωσωματική (ωάριο της μητέρας τους ή δότριας) διαπιστώθηκε πρόωρος και εξαιρετικά πρόωρος τοκετός, χαμηλό και πολύ χαμηλό βάρος γέννησης, παιδιά μικρά για την ηλικία κύησης, αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα, αυξημένο ποσοστό συγγενών δυσπλασιών και υψηλότερο κίνδυνο οποιουδήποτε τύπου παιδικού καρκίνου.
Η χρήση πρόσθετων υπηρεσιών με τη μορφή προεμφυτευτικής διάγνωσης γενετικών ή χρωμοσωμικών καταστάσεων στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD) και πολυγονιδιακή επιλογή/έλεγχος εμβρύου (PES), όπως και η επιλογή παιδιών με βάση το φύλο, συνιστούν ευγονικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται για να αποκλείσουν ανθρώπους από τη ζωή.
Επιπλέον, η χρήση μεθόδων προεμφυτευτικής διάγνωσης δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την επιτυχία της ART, δηλαδή δεν αυξάνει τα ποσοστά ζώντων γεννήσεων ούτε απαλλάσσει από το κίνδυνο να αναπτύξουν τα παιδιά μια άλλη νόσο αργότερα.
Η παρένθετη μητρότητα (κύηση παιδιού χωρίς γενετική συγγένεια με τη γυναίκα) είναι εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου. Περιλαμβάνει όλους τους προαναφερθέντες κινδύνους της κύησης από εξωσωματική και επιπλέον κινδύνους που πηγάζουν από την σωματική, οικονομική, κοινωνική, ψυχική και συναισθηματική εξουθένωση των παρένθετων γυναικών από τους «κατά πρόθεση γονείς», τις εταιρίες εξωσωματικής, τους μεσάζοντες κ.α.
Πέρα των σωματικών επιπλοκών που είναι συχνότερες στη παρένθετη κύηση σε σχέση με την φυσική κύηση δικού της παιδιού, η παρένθετη μητέρα αντιμετωπίζει επιπλέον το ψυχολογικό φορτίο του αποχωρισμού της από το παιδί που κυοφόρησε.
Οι κίνδυνοι για τα παιδιά που γεννήθηκαν από δωρεά γενετικού υλικού υπερβαίνουν τα σωματικά προβλήματα από μια εγκυμοσύνη από ART. Τα παιδιά επιπλέον και κυρίως έχουν προβλήματα ταυτότητας, υπαρξιακές αναζητήσεις και δυσαναπλήρωτα άγχη, αισθήματα απαξίωσης, που γίνονται χειρότερα όταν στην δημιουργία τους εμπλέκεται και η παρένθετη μητρότητα.
Η διατήρηση της γονιμότητας στις περιπτώσεις μετάβασης φύλου είναι αβέβαιη και με αμφισβητούμενη έκβαση.
Ολοκληρώνοντας, οι υπηρεσίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, έχουν αβέβαιο αποτέλεσμα, εκμεταλλεύονται τη γυναίκα, μετατρέπουν τα παιδιά σε προϊόντα συναλλαγής, προκαλούν κινδύνους στην υγεία, θανατώνουν εκατομμύρια παιδιά ως ανεπιθύμητα και εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα.
Η λύση στο πρόβλημα της υπογονιμότητας δεν μπορεί να βρίσκεται στην εφαρμογή προβληματικών μεθόδων αναπαραγωγής, αλλά στην έγκαιρη ενημέρωση των νέων για τα ζητήματα γονιμότητας και στην απόδοση προτεραιότητας στη δημιουργία οικογένειας παρά στην επαγγελματική εξέλιξη, η οποία μπορεί να γίνεται ταυτόχρονα ή να ακολουθήσει.